manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006

Τυχαίες …Συμπτώσεις

Χίλια εννιακόσια τριάντα οκτώ. Σ’ ένα στρατόπεδο έξω από τις Σέρρες. Ο ένας στρατιώτης Κρητικός, Αστρινός τ’ όνομα του, υπεύθυνος για τα κτήνη (μουλάρια, άλογα ) της μονάδας. Κάτι σαν πρακτικός κτηνίατρος να πούμε, μια που στο χωριό του ήταν κτηνοτρόφος και ήξερε από ζώα, οπότε ο διοικητής τον κατέστησε υπεύθυνο. Έτσι τα βοηθούσε να ξεγεννήσουν, τα πετάλωνε κι αν κανένα απ’ αυτά έσπαζε κανένα πόδι του έβαζε αυτοσχέδιο νάρθηκα μέχρι να γίνει καλά. Ήταν δε καλός στην δουλειά αυτή κι έτσι πολλοί από τα γύρω χωριά όταν είχαν κάποιο πρόβλημα με τα μουλάρια, τα’ άλογα ή τα γαϊδούρια τους, ιδιαίτερα όταν είχαν κακή γέννα, πήγαιναν στον διοικητή του στρατοπέδου και τον παρακαλούσαν ν’ αφήσει τον Κρητικό στρατιώτη να πάει να τους βοηθήσει. Γιατί τότε τα ζώα ήταν πολύτιμα κι αν ψοφούσε κάποιο ήταν μεγάλη απώλεια.
Ο διοικητής έτυχε να ναι καλός κι έδινε την άδεια, οπότε ο Κρητικός στρατιώτης μετά από κάνα δυο δύσκολες γέννες, όπου είχε βοηθήσει τα ζώα, είχε αποκτήσει φήμη σ’ όλα τα γύρω χωριά. Ήταν και γλεντζές, ήταν και καλός στην παρέα κι έτσι οι χωρικοί που βοηθούσε και τον ταΐζανε αλλά και του δίνανε άλλος φράγκο άλλος δίφραγκο κι έτσι όχι μόνο έβγαζε τα τσιγάρα του αλλά του περίσσευαν κιόλας. Γιατί βέβαια από το χωριό να του στείλουνε οι δικοί του λεφτά χλωμό…
Ο άλλος στρατιώτης Ηπειρώτης, Γιώργης τα’ όνομα του, φτωχός κι αυτός δεν είχε στον ήλιο μοίρα, μόνο μια μάνα χήρα που τον περίμενε να γυρίσει…Και ταίριαξαν. Γίνανε φίλοι κι έλεγε ο ένας τον πόνο του στον άλλο, καπνίζοντας κι οι δυο από τα τσιγάρα του Κρητικού… Ώσπου μια μέρα ο Ηπειρώτης πήρε ένα γράμμα. Κι όταν του το διάβασαν –γιατί δεν ήξερε να διαβάζει- έβαλε τα κλάματα. Τον είδε ο Κρητικός κλαμένο –Τι έχεις; του λέει.
–Πέθανε η μάννα μου και πρέπει να πάω να την θάψω, αλλά δεν έχω φράγκο. Κι ούτε μια κάσα από ταβλιά δεν μπορώ να πάρω για να τη βάλω μέσα…
Έβγαλε τότε ο Κρητικός από την τσέπη του 150 δραχμές –ότι είχε και δεν είχε- και του τις έδωσε.
–Πάρε να πας να θάψεις τη μάννα σου κι άναψε κι ένα κερί από μένα στη μνήμη της.
Κλαίγοντας έσκυψε και του φιλούσε τα χέρια.
- Ο Θεός να σου δώσει χίλια καλά…

Χίλια εννιακόσια εξήντα τρία. Στον Πειραιά. Ο ένας, ο Κρητικός, περπατά στο δρόμο σκεφτικός, στενοχωρημένος. Είναι η Τρίτη εβδομάδα που βρίσκεται εδώ. Έχει έρθει από το χωριό του μαζί με την γυναίκα του που είχε κάποια γυναικολογικά προβλήματα και έτσι την έφερε στο Νοσοκομείο για εξετάσεις. Στην αρχή νόμιζαν ότι θα τελειώσουν σε δυο τρεις μέρες, οι γιατροί θα τους έδιναν τα φάρμακα που χρειάζονταν και θα γυρνούσαν πίσω στο σπίτι τους που τους περίμεναν τα πέντε παιδιά τους…
Αυτός έμενε σ’ ένα ξάδερφο του στην Καλλιθέα και κάθε πρωί έπαιρνε το λεωφορείο και κατέβαινε στον Πειραιά, όπου περνούσε όλη τη μέρα στο νοσοκομείο δίπλα στη γυναίκα του, περιμένοντας μια κουβέντα από τους γιατρούς… Μετά τη πρώτη εβδομάδα άρχισε ν’ απογοητεύεται. Έφυγε κι από το σπίτι του ξαδέρφου του, όσο κι αν αυτός τον παρακάλεσε, ήταν υπερήφανος βλέπεις, δεν ήθελε να τον επιβαρύνει κι άλλο, κι ένα πιάτο φαί που έτρωγε σ’ αυτόν, καταλάβαινε ότι τον επιβάρυνε, άσε που έμεναν σ’ ένα δυάρι ο ξάδερφος, η γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, μαζί κι αυτός που τους είχε φορτωθεί…Εξ άλλου οι γιατροί τους είχαν πει, πως σε 3-4 μέρες το πολύ, θα ολοκληρώνονταν η θεραπεία και θα ‘φευγαν με το καλό για το σπίτι τους. Έτσι βρήκε ένα ξενοδοχείο όγδοης κατηγορίας στον Πειραιά αφού λογάριασε ότι τα λεφτά που είχε του έφταναν για αυτές τις 3-4 μέρες και για τα εισιτήρια του καραβιού, άσε που εξοικονομούσε και τα 2 εισιτήρια του λεωφορείου πήγεν-έλα στην Καλλιθέα.
Όμως σαν πέρασαν τρεις μέρες, τον φώναξε ό διευθυντής της κλινικής και ενώ περίμενε να του ανακοινώσει ότι θα φύγουν την επαύριο, αυτός του είπε πως τελικά οι ακτινογραφίες έδειξαν κάποιον όγκο και πως θα πρέπει να γίνει αμέσως εγχείρηση κι αυτό σήμαινε πως θα κρατούσαν τη γυναίκα του άλλες 7 με 10 μέρες ώσπου να αναρρώσει και να είναι σε θέση να ταξιδέψει…
Του ‘ρθε ο ουρανός σφοντύλι.
– Κοίτα, ξέρω ότι δυσκολεύεσαι πολύ, αυτό που μπορώ να κάνω και θα το κάνω, είναι να δώσω εντολή να φέρνουν δυο μερίδες φαγητό στη γυναίκα σου, για να μπορείς να τρως κι εσύ, του ‘πε ο γιατρός. Και μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά…
Με βαριά καρδιά πήγε στη γυναίκα του και της είπε τα καθέκαστα. Ήταν που ‘χαν αφήσει τόσες μέρες τώρα πέντε παιδιά πίσω, χωρίς να λογαριάσει τον γάιδαρο, τις τέσσερις κατσίκες και την γουρούνα τους…
Όπως περπατάει λοιπόν φτάνει έξω από ένα ζαχαροπλαστείο-καφενείο. Έχει τραπεζάκια μέσα και έξω, στο πεζοδρόμιο. Κοντοστέκεται και κοιτάζει μέσα από τη βιτρίνα. Τον έπιασε η μυρωδιά του καφέ και της κανέλλας που έχουν περιχύσει πάνω από τους ζεστούς λουκουμάδες με μέλι που βγάζουν εκείνη τη στιγμή. Βάζει ενστικτωδώς το χέρι στην τσέπη και ψαχουλεύει. Συνειδητοποιεί –όχι πως το ‘χε ξεχάσει- πως έχει μόνο 15 δραχμές. Κι έχει να πληρώσει το ξενοδοχείο – ο θεός να το κάνει ξενοδοχείο- και τα εισιτήρια του καραβιού. Και δεν φτάνουν… και ποιόν να βρει να του δανείσει -ο ξάδερφος ούτε κουβέντα, που να τα βρει κι αυτός-. Κι άντε και έβρισκε κάποιον να τον δανείσει. Πως θα του τα επέστρεφε, που κι αυτά που είχε ξοδέψει μέχρι τώρα, δανεικά τα είχε πάρει από κάποιους συγγενείς από το χωριό…
Έτσι η σκέψη που για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του –να κάτσει δηλαδή και να παραγγείλει ένα πιάτο ζεστούς λουκουμάδες με μέλι, και κανέλλα παρακαλώ, μ’ ένα ποτήρι νερό παγωμένο, κι ύστερα κι ένα καφέ σε χοντρό φλιτζάνι, όπως του άρεσε να τον πίνει, έσβησε μεμιάς κι έκανε στροφή για να συνεχίσει το δρόμο του προς το νοσοκομείο.
Εκείνη την ώρα στη πόρτα του ζαχαροπλαστείου φάνηκε ο ταμίας, ένας χοντρός, φαλακρός, που όση ώρα ο Κρητικός κοίταζε μέσα από τη βιτρίνα, αυτός τον παρακολουθούσε από μέσα, από την καρέκλα του ταμείου που κάθονταν.
- Γεια σου κουμπάρε, που πας; Ο Κρητικός ξαφνιάστηκε και γύρισε πίσω.
- Πάω στο νοσοκομείο που έχω τη γυναίκα μου
- Έ κάτσε να πιεις ένα καφέ πρώτα
- Φχαριστώ κουμπάρε, μα δεν έχω απάνω μου λεφτά τούτη την ώρα…
- Έ, δεν πειράζει. Ένα καφέ μπορούμε να τον κεράσουμε.

Κι έτσι έκατσε σ’ ένα τραπεζάκι. Και τον σέρβιραν καφέ και διπλή μερίδα λουκουμάδες κι ο χοντρός και φαλακρός κάθισε μαζί του και του πιασε κουβέντα. Και στη κουβέντα απάνω του τα ‘πε όλα. Πως δεν είχε τα λεφτά για να πληρώσει το ξενοδοχείο κι ούτε τα εισιτήρια για το καράβι. Κι όταν τον ρώτησε ο χοντρός και φαλακρός πόσα περίπου χρειάζονταν για όλα αυτά, αυτός του είπε πως είχε υπολογίσει ότι γύρω στις 150 δραχμές ήταν αρκετές, χωρίς βέβαια να υπολογίσει μέσα σ’ αυτά και τα φάρμακα που θα τους έγραφαν οι γιατροί… Κι ύστερα τον είδε που σηκώθηκε και πήγε στο ταμείο το άνοιξε, πήρε πέντε ολόκληρα κατοστάρικα κι ήρθε πάλι στο τραπεζάκι που κάθονταν.
-Να πάρε να κάνεις τη δουλειά σου του είπε.. Και κάθε πρωί μέχρι να φύγεις θα ‘ρχεσαι εδώ να πίνεις τον καφέ σου, να τρως και τους λουκουμάδες σου…
Ο ένας, ο Κρητικός τα έχασε.
- Κουμπάρε είναι πολλά τα λεφτά που μου δίνεις, πως θα στα ξεπληρώσω; Δεν έχω παρά τη ταυτότητα μου να σ’ αφήσω για εγγύηση…
- Κοίταξε με καλά του είπε ο άλλος. Δεν σου θυμίζω τίποτα; Έχω βέβαια παχύνει, πέσανε και τα μαλλιά μου αλλά..
- Γιώργη, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ;!
- Ναι Αστρινέ, εγώ είμαι!
Μόλις σε είδα μέσα από τη βιτρίνα του μαγαζιού σε γνώρισα. Γιατί πάντα μέσα μου, όλα αυτά τα χρόνια δεν σε ξέχασα και σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να σε βρω για να σου ξεπληρώσω το καλό που μου κανες… Τα τόσα τσιγάρα που μου δάνεισες και τα λεφτά για ν’ αγοράσω τη κάσα της μάνας μου. Έτσι λοιπόν δεν μου χρωστάς τίποτα. Το αντίθετο.Εγώ σου χρωστάω.

Για πολύ καιρό τα γκαρσόνια κι οι λίγοι πελάτες που βρίσκονταν εκείνο το πρωί στο μικρό ζαχαροπλαστείο-καφενείο θυμούνταν με συγκίνηση, δυο άντρες, να σηκώνονται από το τραπέζι που κάθονταν και δακρυσμένοι να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον

2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger Μαύρος Γάτος είπε...

Καλησπέρα Μάνο!

Πολύ όμορφο. Τόσο απίστευτο που μόνο αληθινό μπορεί να είναι. Ναι, δεν έκαναν λάθος: Η πραγματικότητα ξεπερνά και την πιό ζωηρή φαντασία, είμαι πιά σίγουρος γι αυτό.

Σ:)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006 6:06:00 μ.μ.  
Ο χρήστης Blogger manosnikol, Manos Nikoloudakis, Μάνος Νικολουδάκης είπε...

Μαύρε γάτε,σ' ευχαριστώ.
Έτσι είναι όντως. Ο ένας, ήταν ο πατέρας μου. Για χάρη του κειμένου έκανα απλώς μια μικρή παρέκκλιση. Στην πραγματικότητα ο πατέρας μου, περπατώντας στους δρόμους του Πειραιά και μη έχοντας άλλη λύση, σκέφτηκε να μπει σε ένα τυχαίο μαγαζί και με εγγύηση την ταυτότητα του, να ζητήσει δανεικά. "Έτυχε" λοιπόν και μπήκε στο συγκεκριμένο μαγαζί όπου τον αναγνώρισε ο άλλος που ήταν και ο ιδιοκτήτης..

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 07, 2006 9:57:00 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

Free Blog Counter