manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2024

 

65

Γεωμετρώ την καρδιά μου και την βρίσκω ότι «έστιν καλώς». Επιλύω τα προβλήματα μου όχι δια της ατόπου αλλά με την ευθεία μέθοδο της παράδοσης και της άφεσης (Surrender / Let go).

Μου πήρε χρόνια και πολύ προσπάθεια για να καταλάβω ότι δεν χρειαζόταν όλος αυτός ο κόπος για να βρεθώ στο «Τώρα».

Μήπως ξεπέρασα τους πολλούς φόβους μου και τις ανασφάλειες; Ούτε κατά διάνοια.

Έμαθα όμως να μαθαίνω κάθε μέρα, πως δεν λύνονται έτσι κι αλλιώς. Μόνο η διαφυγή μέσα από την κοσμική σκουληκότρυπα (wormhole) οδηγεί στο Σύμπαν της Συνείδησης όπου συνυπάρχει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ταυτόχρονα. Σ’ αυτό το άχρονο κενό υπάρχει μακαριότητα.

Πως το κάνω; Παρατηρώντας τό «Τώρα». Τα καταφέρνω; Σχεδόν ποτέ. Αλλά αυτό το σχεδόν αφήνει μια χαραμάδα αρκετή για να υποψιαστείς τι κρύβεται στην άλλη πλευρά.

Σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι, κουβαλώ στο δισάκι μου δυο όπλα που με βοηθούν να διαβώ πάνω από τα ποτάμια του θυμού και του φόβου μου: Την Συγχώρεση και την Ευγνωμοσύνη. Με την πρώτη δεν τα πάω ακόμη καλά.( γιατί δεν συγχώρησα ακόμη τον εαυτό μου άρα πως να συγχωρήσω τους άλλους; ). Με την δεύτερη κάπως καλύτερα.

Κάπου ενδόμυχα το ξέρω: Αξίζει να προσπαθείς να γίνεις αυτό που είσαι ήδη από πάντα. Αξίζει το στιγμιαίο συνειδητό «κοίταγμα» του Όλου.

Σας αγαπώ μόνο αγαπώντας με. Γιατί «Είμαι Αυτός που Είμαι». Όπως κι εσείς άλλωστε…

Φιλιά.

Υ.Γ. Άλλα ξεκίνησα να γράψω-πιο συναισθηματικά, πιο αγαπησιάρικα μιας που "κλείνω" σήμερα 65 περιστροφές γύρω από τον φωτοδότη Ήλιο κι αλλού ξετέλεψα. Ίσως γιατί ο εντός μου Παρατηρητής, έχει το πάνω χέρι, πλέον..

28-01-2024 Μ.Ν.


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 01, 2022

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

(ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ)

Κάτω από αυτές τις πέτρες, ήταν το χωμάτινο δάπεδο που έκανα τα πρώτα μου βήματα.

Αυτά τα γκρεμισμένα δοκάρια που στήριζαν κάποτε τα σανίδια του οντά, τώρα σαπίζουν, βουτηγμένα στη λήθη.

Αυτά τα πιθάρια αναδίδουν ακόμη την μυρωδιά του σταριού, της ταγής και του άχυρου.

Αυτές οι αγκάθες που φύτρωσαν σ’ αυτά τα χαλάσματα με πονούν βαθιά, καθώς τρυπούν τις ξυπόλυτες πατούσες της μνήμης μου.

Αν βλέπατε με τα μάτια μου, θα διακρίνατε κάτω από τις πεσμένες από τους τοίχους πέτρες, τον σταμνοστάτη και πάνω του το λαήνι γεμάτο δροσερό νερό, ενώ εκεί που είναι ρίζες της συκιάς θα βλέπατε Χειμώνα καιρό, την φωτιά να σιγοκαίει στην παραστιά και τον καπνό να σας τσούζει τα μάτια, καθώς φυσά ο αέρας και τον γυρίζει πίσω από τον ανηφορά.

Ίσως να σας τρυπούσε την μύτη κι η μυρωδιά της ρίγανης και της φρέσκιας φασκομηλιάς που είναι απλωμένη, να, πάνω στο δώμα για να ξεραθεί, Γιούλη μήνα, που βράζει ο τόπος απ’ τη ζέστη.

Κάποιοι, είμαι σίγουρος, θα βλέπατε ακόμη και τους παππούδες μου να τριγυρνούν σαν φαντάσματα στον ιριδίζοντα αέρα.

Κι εγώ που τα γράφω τώρα όλα αυτά, αναρωτιέμαι σε ποιο «Τώρα» ζω: Στο «τώρα» των χαλασμάτων ή στο «τώρα» που όλα βρίσκονται στη θέση τους, η εντροπία δεν υπερίσχυσε, είμαι ακόμη κοπέλι και παίζω έξω στην αυλή κι ακούω τη μάνα μου να μου φωνάζει, μέσα από το σπίτι:

-Μάνο, έλα παιδί μου να κλάψουμε μαζί για το «τώρα» που θα γράψεις μετά από πολλά χρόνια, γιατί δε θα ‘μαι τότε μαζί σου, για να σου σκουπίζω τα δάκρυα με την μπολίδα μου, να σε παρηγορήσω…







Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2022

 ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ…

Αυτή τη μικρή φωτογραφία, τη βρήκα σ’ ένα παλιό συρτάρι, τώρα που κατέβηκα στο πατρικό μου, στο Χωριό. Θα πρέπει να ήταν πάνω σε κάποιο σχολικό πάσο, μιας που φαίνονται τα σημάδια από το συρραπτικό στις άκρες της. Υπολογίζω ότι είχε τραβηχτεί πριν από πενήντα περίπου χρόνια.
Πέραν από το αστείο του πράγματος -κολλημένο μαλλί, μια παράταιρη σοβαρότητα- διακρίνω και μια υποβόσκουσα μελαγχολία στα μάτια, χωρίς να είμαι βέβαιος αν αυτή «αναδύεται» μέσα από τα μάτια της φωτογραφίας ή «προβάλλεται» από τα τωρινά μου μάτια, που την βλέπουν. Εικάζω, ότι ισχύουν και τα δύο…




Κυριακή, Αυγούστου 07, 2022

 Σήμερα βρίσκομαι στη Δαμάστα, στο χωριό του πατέρα μου. Πήγα με τον αδερφό μου στο σπίτι του λεβέντη γέρου, του Βάγγελα. Μας κέρασε μέλι και καρύδια και χορτοκαλίτσουνα και βέβαια παγωμένες ρακές. Είπαμε ιστορίες παλιές, για την κατοχή και για τα πέτρινα παιδικά χρόνια. Μεταξύ άλλων έμαθα για την λεβέντισσα την γιαγιά μου, την Σωτήραινα, που κουλάντριζε οκτώ γιούς που δεν δέχονταν μύγα στο σπαθί τους αλλά μπροστά της, στέκονταν προσοχή. Παραθέτω εδώ δυό κουβέντες της που έμαθα σήμερα και μ' έκαναν πολύ περήφανο που είχα τέτοια γιαγιά. Την πρώτη την είπε όταν έγινε το σαμποτάζ της Δαμάστας που είχαν στήσει ενέδρα και σκότωσαν τους Γερμανούς. Μαζεύτηκαν μετά το σαμποτάζ στην πλατεία τα γυναικόπαιδα και κάποιοι γέροι και κάποιοι είπαν να ειδοποιήσουν τους Γερμανούς που έρχονταν από τη Χώρα ότι ξενοχωριανοί έκαναν το σαμποτάζ και όχι Δαμαστιανοί για να γλυτώσουν τα αντίποινα. Τότε η γιαγιά μου, είπε: -Εγώ έχω οκτώ γιούς για μαχαίρι, αλλά σπιούνος δεν γίνομαι. Έτσι τους απέτρεψε και δεν πρόδωσε κανείς στους Γερμανούς, ποιοι ήταν αυτοί που συμμετείχαν στο σαμποτάζ. Η δεύτερη κουβέντα της ήταν μια ευχή που έκανε σε μια νύφη και στο γαμπρό, την ημέρα που παντρευόταν: - Εύχομαι να σας θάψουν τα κοπέλια σας και να μη θάψετε εσείς κοπέλι! (Αυτή είχε θάψει δυό γιούς)

 

ΤΙΜΗ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ

Περπατώντας σήμερα το απόγευμα στο λόφο του Πανοράματος, έφτασα μέχρι πέρα την άκρη του μονοπατιού, που λίγοι πηγαίνουν, κι είδα χαμηλά, αναμμένα τα φώτα της Θέρμης κι αριστερά ξεχώρισα το αεροδρόμιο του ΣΕΔΕΣ.

Μου ‘ρθε λοιπόν στο νου μου ο Φλουρόκωστας να μου διηγάται, μεγάλος πια, κι εγώ  τριαντάρης, όταν κατέβαινα στο χωριό, πως «έκανα χωροφύλακας πριν από εξήντα και παραπάνω χρόνια στη χωροφυλακή που ήταν δίπλα από του ΣΕΔΕΣ και μπορώ να πω πως επέρασα καλά, εγνώρισα και μια κοπελιά, να μη ντα λέμε δα, δε πρέπει…».

Και όπως όλοι ξέρουμε, η μια σκέψη φέρνει την άλλη, όπως πίσω από την κλώσα, το ένα κοτοπουλάκι ακολουθεί το άλλο στη σειρά, έτσι λοιπόν η επόμενη θύμηση που μου ‘ρθε στο μυαλό ήτανε πάλι ο Φλουρόκωστας να λέει στη παρέα:

«…Μα εμότσαρα ντονε εγώ οψές. Είδα τονε να περνά απ’ όξω από το σκολειό και προβαίρνω και του λέω: - Δε ντρέπεσαι μπρε; Ήντα ‘ναι τουτανά που λες και κάνεις; Γατές το πως δε θα σου βγούνε σε καλό, γι’ αυτό έλα στα σύγκαλα σου…»

Ε, λοιπόν, αυτή τη λέξη, είχα να την ακούσω σχεδόν εξήντα χρόνια! Ήχησε τόσο νέα και δροσερή που «έγραψε μέσα μου αλλιώς»…

Είπα λοιπόν κι εγώ, να την τιμήσω αυτή τη λέξη, για την τιμή που μου ‘κανε να με επισκεφτεί μετά από -πόσα είπαμε;- σχεδόν εξήντα χρόνια. Σκέφτηκα λοιπόν να την βάλω μέσα σε μια μαντινάδα ή ακόμη καλύτερα σε δύο:

Εμότσαρε με το μυαλό

γιατί δε ν-του φρουκούμαι

για δε μ-περνά αργαδινή

να μη σ’ αναστορούμαι

 

Εμότσαρε με το μυαλό

γιατί κι όντε κοιμούμαι

άφτω κερί στον ύπνο μου

και σου ξομολογούμαι

 

   *Εμότσαρε με το μυαλό γιατί δε ντου φρουκούμαι = Μου έκανε παρατήρηση, με μάλωσε το μυαλό,-η λογική- γιατί δεν το ακούω (κι ακολουθώ την καρδιά μου).

Κυριακή, Δεκεμβρίου 26, 2021

 Μην πατάς τον Χριστό!

Χωριό. Εφτά(?) χρονών. Μέρες των Χριστουγέννων. Γυρνώ από το σπίτι της θειάς μου της Μαργιώρας, στο σπίτι μας, στο Πανοχώρι. Την διαδρομή δεν την λες ούτε καν σοκάκι. Ένα χωμάτινο, λίγο φαρδύ, ανηφορικό μονοπάτι είναι, σπαρμένο με ριζιμιές πέτρες αλλά και χαλίκια εδώ κι εκεί. Έχω φτάσει έξω από του Πετρογιώργη το σπίτι, όταν σκοντάφτω σε μια πέτρα και πέφτοντας χτυπάω στο γόνατο. Ο πόνος είναι οξύς.
Κι άκου τώρα τι "δρόμους" παίρνει το μυαλό ενός εφτάχρονου: Πρόσφατα(?) είχα μάθει πως ο Χριστός ήταν άνθρωπος μα και Θεός. Κι ο Θεός ήταν πανταχού Παρών. Άρα σκέφτηκα, αστραπιαία, πως ο Χριστός βρισκόταν παντού! Άρα και στον αέρα και στα δέντρα ΚΑΙ στο χώμα πού πατούσα!
Κι αφού ήταν και άνθρωπος, θα πονούσε. Και πόσες χιλιάδες άνθρωποι, ζώα, αυτοκίνητα, τον πατούσαν! Κι όμως, όχι μόνο δεν παραπονιόταν, αλλά μας αγαπούσε κιόλας!
Σηκώθηκα, ξεσκόνισα το λερωμένο παντελόνι μου κι ένιωσα λίγο μιάν ντροπή για μένα που πήγα να βάλω τα κλάματα και ένα θαυμασμό και μιαν απέραντη συμπόνια προς Αυτόν που υπέφερε και πονούσε τόσο πολύ κι όμως δεν έβγαζε κιχ!
Άρχισα να περπατώ κάνοντας μεγάλες δρασκελιές για να πατώ λιγότερες φορές στο χώμα. Κι όχι μόνο αυτό. Σχεδόν κατάργησα την βαρύτητα. Για να "πατώ" το Χριστό όσο πιο απαλά γινόταν. Έτσι έφτασα στο σπίτι μας πλημμυρισμένος από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα, σήμερα θα το ονόμαζα, υπερβατική εμπειρία. Που κράτησε μέχρι που, ανοίγοντας την εξώπορτα για να μπω μέσα, με βλέπει η μάνα μου και μου φωνάζει:
Που έπαιζες πάλι και λέρωσες το πατελόνι σου;

Πέμπτη, Αυγούστου 05, 2021

 Reincarnation

Φίλα με. Να νιώσω τα χείλη σου στα χείλη μου.

Γύρε το κεφάλι σου στον ώμο μου, να νιώσω το βάρος του.

Και κράτα αυτή τη στιγμή…

Γιατί θα έρθει ο καιρός αγάπη μου που θα γίνουμε αερικά.

Διάφανοι. Χωρίς βάρος. Χωρίς πυκνότητα.

Σ’ αυτό τον κόσμο των αερικών δεν θα έχουμε καμιάν έγνοια, κανένα βάσανο.

Θα έχουμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας και για όλα τα αερικά εκείνου του κόσμου.

Μόνο να, σε κάθε προσπάθεια που θα κάνουμε για να φιληθούμε,

δεν θα ‘ναι εφικτό.

Γιατί θα είμαστε τόσο διάφανοι που ο ένας θα περνάει μέσα από τον άλλο.

Κι ούτε ν’ αγκαλιαστούμε, θα μπορούμε. 

Όμως θα περάσει ο καιρός…και μια μέρα θα σου πω:

-Θέλεις να ξαναγυρίσουμε πίσω, στον παλιό τον κόσμο; Εκεί που όλα ήταν δύσκολα; Πολύ δύσκολα…

Και θα μου πεις:

-Μα ξέρεις, τον Απαράβατο Κανόνα, αγάπη μου. Αν γυρίσουμε πίσω, δεν  θα θυμόμαστε ο ένας τον άλλον. Θα πρέπει να γνωριστούμε ξανά από την αρχή. 

Κι τότε εγώ θα σου ψιθυρίσω: 

-Δεν αξίζει να ξανασμίξουμε για να φτάσει πάλι η στιγμή που θα σου πω:

Φίλα με. Να νιώσω τα χείλη σου στα χείλη μου.

Γύρε το κεφάλι σου στον ώμο μου, να νιώσω το βάρος του.

Κι αφού το σκεφτείς για λίγο, θα μου πεις: - Ναι, θέλω. Αξίζει…

31-7-2021 Μ.Ν.

Τρίτη, Αυγούστου 03, 2021

                 ΔΑΜΑΣΤΑ 1944

Δευτέρα μέρα ήτονε, εικοσιμιά τ’ Αυγούστου

πρωί-πρωί αχάραγα κι οι άθρωποι κοιμούνταν

οντέ ν’ εκούσανε φωνές, χτυπήματα τσι πόρτες

και όλοι εξεσμιλώθηκαν: Μα ήντα μπρέ συμβαίνει;

Ήταν οι σκύλοι οι Γερμανοί που χτύπαγαν τσι πόρτες…

Εδιατάξα τζι λοιπόν, νέους, παιδιά και γέρους

να βγούνε στον αμαξωτό κι έκεια να μαζωχτούνε.

Κι αρχίσαν να διαλέγουνε τσι πια καλούς τσι άντρες

και όλοι εθαρούσανε πως ήθελα τσι πάρουν

να πάνε για να κάνουνε καμία αγγαρεία.

Τριάντα νέους διάλεξαν, τριάντα παλικάρια

κι ανάμεσα τους ήτονε κι ο μπάρμπας μου ο Μανώλης

απού ‘χε αρραβωνιαστεί την θειά μου την Ελένη 

και ήταν ο πρωτότοκος από οκτώ αδέρφια.

Μόλις τ’ αντιλαμβάνεται ο μπάρμπας μου ο Χαρίτος

γλακά στον επικεφαλής και τον παρακαλάει:

Κάνει ντου με νοήματα ν΄αφήσει τον Μανώλη

πως έχει τάχα «πίκολο», να πάρουνε εκείνο.

-Ράους! φωνιάζει ο φρουρός και βάνει τον με τσ’ άλλους

και λέει τ’ άλλου μπάρμπα μου να βγει από τον κύκλο.

(Ο μπάρμπας μου ο Χαρίδημος ήτανε παλικάρι

άντρας απ’ τσι καλά καλούς και με περίσσια χάρη

Ήταν τριάντα δυό χρονώ κι όλοι τον αγαπούσαν

και για την καλοσύνη ντου όλοι τονε τιμούσαν)

Εβάλα τζι με απειλές εις το καμιόνι απάνω

κι όλοι αναρωτιούντανε που τάχα να τσι πάνε.

Όπως και αποδείχτηκε, το ‘χαν προσχεδιάσει

κι οντέ νε φτάξαν στη στροφή που ‘ναι το Κερατίδι

εστέσανε το φορτηγό και τες τσι βγάλαν όξω

και με φωνές και με σπρωξές τσι βάλαν στο λαγγούφι.

Δεξά-ζερβά τσι δυό πλαγιές είχανε πολυβόλα

κι αρχίσαν να τους ρίχνουνε και τσι σκοτώσαν όλους…

Τόσα να χρόνια πέρασαν, τόσα να χρόνια πάνε..

Εξήντα χρόνων γίνηκα μ’ ακόμη το θυμούμαι

να μου δηγάται η μάνα μου τούτη την ιστορία

καβάλα η στο γάιδαρο και γω εις τα καπούλια

κάθα φορά που πιέναμε στο κάμπο τσι Δαμάστας

να κλαίει, να μοιρολογά κι εγώ να συγκινούμαι…

Οι άθρωποι ποθένουνε μόνο σα τσι ξεχνούμε,

κι εγώ απού ‘μαι πια μικιός κι απ’ τσι μικιούς ακόμη,

γράφω η τα ονόματα των αδικοχαμένω

να τσι θυμάται ο κάθα εις, να τωνε ξεμιστεύγει:

Ήτανε δυό Κουντούρηδες και ένας Παπαδάκης,

Έξε Σαρρήδες –μάνα μου!- κι ο Νίκος ο Περάκης.

ήταν ο Κλίνης ο Γιωργής και τρεις: Κουγιουμουτζάκης,

του Στρατηδάκη οι δύο γιοί και δυό: Νικολουδάκης.

Τρεις ήτανε Τριγώνιδες και δυό ήταν: Μαυράκης,

δυό και οι Μαντουφάρηδες και δυό: Κρουσανιωτάκης.

Ήτανε δυό Λιαδάκηδες κι ο Γιώργης ο Μαρούσης

Τον Θρήνο των μανάδων τους, καλιά να μην ακούσεις…


Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020

                               ΕΡΩΤΙΚΟΝ

Είναι βραδιές που σκέφτομαι ο ύπνος σαν με πάρει

πως θα ‘ρθεις μέσα στ’ όνειρο δίπλα στο μαξιλάρι

να μου χαϊδέψεις το λαιμό με την αναπνοή σου

και με το βλέμμα να μου πεις πως είμαι όλη δική σου

       

Κι εγώ μέσα στο όνειρο θα γίνω ένας άλλος

αυτός που εσύ φαντάστηκες και μ’ όλο μου το θάρρος

θα σου χαϊδέψω τα μαλλιά και θα σε αγκαλιάσω

και μέσα στο κορμάκι σου θα μπω για να μονάσω


Όσο γλυκύ ‘ναι τ’ όνειρο τη νύχτα που κοιμάσαι 

όταν ξυπνήσεις το πρωί και το αναστοράσαι

φέρνει μια πίκρα στην καρδιά πόνο στα σωθικά σου

γιατί ‘ταν ένα Όνειρο μέσα στην ερημιά σου…

                 6-7-2020 Μ.Ν.


                                     Το μουδιασμένο πόδι

Από μικρός που ήμουν, μ’ άρεσε το διάβασμα. Διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου. Μέχρι τα δέκα μου, όσο ήμασταν στο χωριό, διάβαζα Ντομινό, Βεντέτα, Ρομάντζο και Θησαυρό. 

Είχα διαβάσει κι ένα βιβλίο που αναφερόταν στην μαντάμ Κιουρί και την ανακάλυψη της που ήταν το ράδιο, καθώς και ένα βιβλίο προπαγάνδας που είχε στείλει η χούντα στους Γεωργικούς Συνεταιρισμούς και το μόνο που θυμάμαι είναι μία φράση που μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν καταλάβαινα και τι σήμαινε και η οποία επαναλαμβανόταν σχεδόν σε κάθε σελίδα: Φαύλος κύκλος.

Μετά βρεθήκαμε στην πόλη. Δύσκολες εποχές. Είχα ανακαλύψει όμως κοντά στη γειτονιά μου, στην Καλλιθέα, επί της οδού Θησέως, λίγα μέτρα πριν την διασταύρωση της με την Δαβάκη, ένα βιβλιοχαρτοπωλείο, όπου όποτε περνούσα απ’ έξω χάζευα τα βιβλία στη βιτρίνα του. Κάποιο απόγευμα, που είχε κόσμο μέσα, πήρα το θάρρος και μπήκα κι εγώ. Είδα ότι δεν με ενόχλησαν, πήρα κάποιο βιβλίο από τον πάγκο και το ξεφύλλισα κι ύστερα κι άλλο. Διάβασα κάποια αποσπάσματα, ένας καινούργιος κόσμος μου αποκαλύφθηκε. Το άλλο απόγευμα ξαναπήγα. Για να μην τα πολυλογώ το ‘κανα στέκι μου. 

Με συμπάθησε κι ο βιβλιοπώλης και δεν μου ‘λεγε τίποτα που τόσα απογεύματα πήγαινα και δεν αγόρασα ποτέ κανένα βιβλίο. Μόνο κάτι τετράδια και μολύβια. Έτσι διάβασα αρκετά βιβλία όρθιος. Όταν κουραζόμουν, καθόμουν στις φτέρνες με λυγισμένα πόδια κι έριχνα το βάρος μου πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Ήταν τόσο μαγικά αυτά που διάβαζα, ζούσα σ’ ένα φανταστικό κόσμο, ξεχνιόμουν τελείως κι η ώρα περνούσε νεράκι κι όταν έκανα να σηκωθώ, χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν το μουδιασμένο μου πόδι..

Αργότερα ανακάλυψα την δανειστική βιβλιοθήκη του Πλανηταρίου στην Συγγρού. Άλλη μαγεία αυτή. Εδώ είχε και τραπέζια μεγάλα με καρέκλες που μπορούσα να καθίσω μαζί με άλλους -πολύ μεγαλύτερους από μένα- και να διαβάσω όση ώρα ήθελα κι ότι μ’ άρεσε το δανειζόμουνα.

Όμως δεν είχα κάποιον να με καθοδηγήσει και να με συμβουλέψει τι να διαβάσω. ‘Έτσι διάβαζα χαοτικά κι ανάκατα, με συνέπεια να έχω σήμερα πολλά κενά, όσον αφορά σε σπουδαία βιβλία που θα έπρεπε να τα είχα διαβάσει σε κείνη την ηλικία.

Σιγά-σιγά άρχισα ν’ αγοράζω τα πρώτα δικά μου βιβλία. Καζαντζάκη, Λουντέμη, Ελύτη, Τάσο Λειβαδίτη, Χέρμαν Έσσε, Καμύ, Δημήτρη Χατζή, Άρη Αλεξάνδρου, Στρατή Τσίρκα, Γιώργο Ιωάννου, Μάλκολμ Λόουρυ, Μίλαν Κούντερα, Ασίζ Νεσίν κι εκατοντάδες άλλους, στα χρόνια που ακολούθησαν.

Πέρασαν τα χρόνια και μου ‘γινε συνήθεια να πηγαίνω στα μεγάλα πια βιβλιοπωλεία που υπήρχαν και να ξεφυλλίζω βιβλία, κυρίως τα Σάββατα, μέχρι να βρω κάποιο που μ’ άρεσε να τ’ αγοράσω. Σπάνια, όταν τύχαινε και με συνέπαιρνε κάποιο βιβλίο και περνούσα ώρα όρθιος διαβάζοντας το, καθώς μετακινούσα το βάρος του σώματος, ένιωθα να τρυπούν βελόνες το μουδιασμένο μου πόδι..

 Τότε -κοίτα να δεις τι μνήμες μπορεί να κουβαλά ένα μούδιασμα- ένιωθα πάλι αυτή την μαγεία, «έμπαινα» πάλι σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο που μου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά, σ’ εκείνο το συνοικιακό βιβλιοχαρτοπωλείο, στην Καλλιθέα, επί της οδού Θησέως, λίγα μέτρα πριν την διασταύρωση της με την Δαβάκη..

Αφορμή για να γράψω τα παραπάνω ήταν το αριστουργηματικό τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά που άκουσα πάλι σήμερα, στο ραδιόφωνο, «Μπάσταρδος γιός» από τον άλμπουμ του «Καλλιθέα», στην οποία Καλλιθέα έζησα απ’ τα δέκα μου μέχρι τα δεκαοκτώ.

Μ.Ν. 7 Μαίου 2020

                                  ΚΡΑΤΑΜΕ ΓΕΡΑ

    Τούτες τις μέρες που ο άνεμος μας κυνηγά*, λέω πως πρέπει να πατούν γερά στο χώμα για να μην «ξεστρατίσουν» δυο «πράματα»: Και το μυαλό και η καρδιά.

    Για το μυαλό έχω την αγαπημένη μου Γεωμετρία να με βοηθά. Όποιος έχει νιώσει να «χάνεται» σε «γεωμετρικούς τόπους» και κομψές αποδείξεις δύσκολων ασκήσεων, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ.

    Για την καρδιά πάλι γυρνώ, κατά πως ο καθένας νομίζω θα έκανε, στο «μέσα μου παιδί» κι αυτό μοιραία με οδηγεί  που αλλού; Πίσω, στις ρίζες μου. 

    Έτσι, μιας και δεν θέλω να σας βαρύνω, δεν θα παραθέσω καμιά απόδειξη, καμιάς άσκησης Γεωμετρίας, επιτρέψτε μου όμως να σας  στείλω «από καρδιάς», δυό μαντινάδες για τον Χρόνο που σ’ αυτή την συγκυρία που ζούμε κι αυτός φαίνεται πως σταμάτησε να τρέχει και κυλάει πιο αργά…

Ο Χρόνος γιαίνει τσι πληγές

των αλλωνών αθρώπω

μα τη δική μου τη πληγή

δε βρήκε ακόμη τρόπο

       Μ.Ν. 12/04/2020

Γιαίνει =γιατρεύει


Ο Χρόνος λένε πως περνά

κι οπίσω δε γιαγέρνει

κι ότι κι αν έζησε κανείς

σε μια στιγμή διαβαίνει

       Μ.Ν. 12/04/2020


γιαγέρνει = γυρίζει

* = Γιάννης Ρίτσος

14-4-2020 Μ.Ν.


                                                           Η Άγρια Απιδιά

Εγώ, ένα φτωχό δέντρο, η Απιδιά όπως είμαι γνωστή, φύτρωσα εδώ σ’ αυτό το χώμα, από τύχη αγαθή, καθώς κάποιο πουλί, πετώντας, άφησε να πέσει από το ράμφος του ο σπόρος της μάνας μου και να ‘μαι!

Κάθε μέρα αγναντεύω από την μια τον Χορτιάτη κι απ’ την άλλη τα σπίτια των ανθρώπων. Οι παππούδες μου ζούσαν χιλιάδες χρόνια πίσω, πριν κι απ’ τα χρόνια του Ομήρου που τους αναφέρει, και οι ρίζες μου είναι βαθιά χωμένες στο χώμα για να αντέχω την οργή του ανέμου το χειμώνα και να ρουφώ το υπόγειο νεαρόν ύδωρ στην κάψα του καλοκαιριού.

Δίπλα μου περνά ένας «δρόμος των ανθρώπων» κι αυτό παρά λίγο να μου στοιχίσει τη ζωή. Ευτυχώς μόνο από τη μεριά του με κλάδεψαν για να μην τους ενοχλώ..

Εδώ λοιπόν σ’ αυτή την φωτογραφία, μια που ‘ναι Άνοιξη, με βλέπετε γεμάτη με άνθη να περιμένω τις φιλενάδες μου τις μέλισσες για ν’ αρχίσουμε τα φιλιά. Ειδικά σήμερα με βλέπετε να σιγοκουβεντιάζω με την αδελφή μου την Βροχή που πέφτει στα φύλλα μου και ώ τι χαρά, περιμένω και το αεράκι να φυσήξει για να σκορπίσει το άρωμα μου ολόγυρα..

Αν και πολλών χρόνων, ζω μόνο στο Παρόν, αφού παρελθόν και μέλλον για μένα δεν υπάρχει, αυτές οι ρίζες βλέπετε, είναι αμετακίνητες..

Το μόνο που με στενοχωρεί λίγο, είναι αυτοί οι άνθρωποι που περνούν από δίπλα μου χωρίς να με βλέπουν. Όλοι είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους και το μόνο που εκπέμπουν είναι φόβο και αγωνία. Τόσο πολύ λοιπόν έχουν απομακρυνθεί από την χαρά της ύπαρξης;

Σπάνια, πολύ σπάνια, θα σταματήσει κάποιος, θα μυρίσει τα άνθη μου, θ’ απλώσει τα δάχτυλά του να με χαϊδέψει απαλά, λέγοντας μου στην χωρίς λόγια γλώσσα της Φύσης: 

-Γειά σου αδελφή μου Απιδιά, τι όμορφη που είσαι! 

-Γειά σου και σένα του απαντώ, τι γλυκό λίγωμα είναι αυτό που νιώθουμε κι οι δυό, που επικοινωνούμε! 

Ύστερα χαιρετιόμαστε και ακίνητη τον βλέπω να απομακρύνεται..

Κι έτσι μένω πάλι μόνη μου ν’ αγναντεύω από την μια τον Χορτιάτη κι απ’ την άλλη να βλέπω ανθρώπους να περνούν, ανθρώπους να διαβαίνουν…

24-3-2020 Μ.Ν.

 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2020

Τα κερκέλια

Πόσο μ’ αρέσει να γροικώ
τσι γέρους να δηγούνται
για τσι παλαιινούς καιρούς απού ‘τανε κοπέλια
κι είχαν την φτώχεια αδερφή
την πείνα να τσι τρώει
και το πηγάιδι αδειανό, σαν τους κεντούσε η δίψα..

Μα κάτω δε το βάλανε
και σέρνοντας τ’ αλέτρι
κάναν τα όρη σώπατα, τη μαύρη γης ν’ ανθίσει
κι απόκιας πήραν το σφυρί
σπάσανε τα χαράκια
και κτίσανε το σπίτι ντως και κάνανε κοπέλια..

Κι εδά απού ‘ρθε ο καιρός
κι ο Ήλιος βασιλεύγει
τα ασημένια  τ’ Ουρανού, κτυπούνε τα κερκέλια
όχι να ζητιανέψουνε
μόνο πως ανημένουν
να τως ανοίξει ο Χάροντας, να τσι προϋπαντήσει..

Μάνος Νικολουδάκης 18-01-2020

γροικώ = ακούω
κεντούσε = έκαιγε
σώπατο = ίσωμα
απόκιας = ύστερα, μετά
χαράκια = μεγάλες πέτρες
κερκέλι =χειρολαβή πόρτας, κρίκος
ανημένουν= περιμένουν


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2020


ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ!

Έρχεται πάλι η Λαμπρή!
‘πο περαθιό προβαίρνει
και τα σκαλούνια τσ’ εκκλησάς
σιγά-σιγά ανεβαίνει.


Όταν ήμασταν κοπέλια, μας έλεγαν πως σαράντα μέρες πριν την Ανάσταση, η Λαμπρή εξεκίνα από πέρα, μακριά, πίσω από τα βουνά για να ΄ρθεί στο χωριό.
Την μεγάλη εβδομάδα μας έλεγαν:
-Θωρείτε την; Να, εδά κατεβαίνει από την Καβούσα!
Και το Μεγάλο Σάββατο, πάντα έφτανε στο Σκολειό. Της έπαιρνε όλη τη μέρα, μέχρι το βράδυ τα μεσάνυχτα για να ανεβεί τα σκαλοπάτια και να φτάσει στην πόρτα τσ’ εκκλησάς. Μόνο τοτεσάς, αρχίνιζε ο παππάς να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη!»
Ο τόπος μας είναι οι παιδικές μας μνήμες. Κι οι παιδικές μας μνήμες –για όσους και όσες μεγαλώσαμε στο χωριό- είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μ’ αυτό. Κάθε επιστροφή μας σ’ αυτό, είναι μια επιστροφή στο μέσα μας παιδί. Κι αυτό είναι τόσο παρηγορητικό και οικείο, όσο η αγκαλιά της μάνας.
Και για τους νεότερους όμως και τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν και δεν μεγάλωσαν στο χωριό, σαν το επισκέπτονται, μια χαρά τα πλημμυρίζει. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει, έστω κι ασύνειδα, ένας αόρατος δεσμός που τα συνδέει με αυτόν τον τόπο. Καθώς περπατούν στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τα τσιμεντένια σοκάκια του, ένα «αγαπητικό πεδίο» αναδύεται από τη γη και τα περιτυλίγει: Είναι οι πατημασιές των γονέων και των παππούδων τους, που είναι ανεξίτηλα χαραγμένες στο χώμα και ενώνονται με τις δικές τους…
Βάλετε δα στο νου σας ένα παραπάνω: Πως είναι κι Άνοιξη! Οι λεμονιές μοσκομυρίζουνε, οι τραμιθιές έχουνε πετάξει αμάθια και τα ραδικοβλάσταρα με τα μάραθα έχουνε πάρει μπόι. Όσο για τσ’ αγκινάρες περιμένουν να ενώσουν την οιονεί στιφάδα τους με τα λιδάκια και την αψάδα τση ρακής στη μπούκα των αθρώπω.
Οι κοτσυφοί και τα ζιγαρδέλια παραβγαίνουνε σε ταχύτητα εφορμώντας μέσα από τσ’ αστιράκους κι οι μέλισσες σε ηρεμούν με το αγχολυτικό βουητό τους καθώς πετούν απ’ τον ασπάλαθο στην αγγαραθιά κι απ’ την αλαδανιά τσ’ ανθούς ντω μποστανιώ, μαζώνοντας τη γύρη.
Ο ήλιος κάνει τον αέρα να τσιτσιρίζει και η ζεστή ντου ανασαιμιά σκέπει την πλάση ενώ το πράσινο χρώμα κυριαρχεί παντού, πράμα που σε κάνει να υποπτευθείς ποιος κρύβεται από πίσω του, όπως και στο μπλε του ουρανού, κατά τον ποιητή…
Όλα τα παραπάνω, είναι θαρρώ αρκετά για να σας παρακινήσουν, να αφήσετε για λίγο τα προβλήματα και τις σκοτούρες της καθημερινότητας, της δουλειάς, καθώς και το άγχος της πόλης και να ‘ρθείτε το Πάσχα στο χωριό, να περάσουμε αξέγνοια και όμορφα!
Και που ξέρετε…Μπορεί, κάποιοι από σας, αν παραμονέψετε πίσω από τα πεύκα το Μεγάλο Σάββατο, τσ’ ώρες αυτές της χαρμολύπης, να μπορέσετε να δείτε τη Λαμπρή, φορώντας το λευκό της φόρεμα, μ’ ένα στεφάνι στα μαλλιά, ν’ ανεβαίνει τα σκαλούνια τσ’ εκκλησάς …
Για να βεβαιωθεί έτσι για άλλη μια φορά το ρηθέν, πως η ομορφιά βρίσκεται στα μάτια αυτού που την βλέπει! Κι έτσα λογιώς θα συνεχίζεται… Ίσαμε να στέκει ο απάνω κόσμος!

Μάνος Νικολουδάκης 16 Απριλίου 2019

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2019

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ 1

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ 1
Στα χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά. Ετών 10. Πρώτη φορά.
Φεύγει (το ρήμα εμπεριέχει πόνο) από το χωριό. Πρώτη φορά.
Χώρα. Λιμάνι. Τεράαααστιο καράβι. Πρώτη φορά.
Νύχτα. Στη μέση του πελάγου. Τα φώτα του πλοίου. Κύμα βαθύ μπλέ! Πιο κει η μαύρη άβυσσος. Πρώτη φορά!
Σαλόνι τρίτης θέσης. Τζουμπόξ. Δεμένο σ΄ ένα στύλο με αλυσίδα. Να μην το πάρει το κύμα. Πέντε φαντάροι με χακί στολές και δίκοχα. Ένας βάζει το κέρμα στη σχισμή. Πατάει τα κουμπιά. Η-10. (ήττα δέκα, πως το ‘ξερε άραγε; Περί της πρωθύστερης ήττας του δεκάχρονου ομιλώ). Πρώτη φορά.
Αρχίζει να ξεχύνεται μια μελωδία μέχρι μέσα, βαθιά στα σπλάχνα του. Άγνωστες λέξεις. Απροσκάλεστη, Επίσημη, Αγαπημένη. Πρώτη φορά. Τ’ άσπρο σου χέρι…(όχι πρώτη φορά..)
Ο φαντάρος αρχίζει να χορεύει. Αργά. Τελετουργικά. Με το κεφάλι προς τα πάνω, σε θέση «άνω σχώμεν» και τα χέρια σε έκταση σαν να ήθελε να αγκαλιάσει τον Σύμπαν-Κόσμο.. Οι άλλοι τέσσερις γονατίζουν σοβαροί και κτυπούν παλαμάκια, με την ίδια ευλάβεια που γονάτιζαν οι γυναίκες στην εκκλησία, μπροστά στα άχραντα μυστήρια. (Κάποια χρόνια αργότερα, έμαθε πως οι φαντάροι αυτοί, είχαν αποδράσει από ένα πίνακα του Τσαρούχη…)
Κι η μουσική; Είναι τόσο απαλή. Έχει μια μελαγχολία. Μια λέξη που δεν ήξερε. Μα την ένιωσε. Πρώτη φορά…(που να ξέρει πως στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα την ένιωθε πλειστάκις..)

Υ.Γ.1 Επίσημη αγαπημένη. Στίχοι: Ελένη Λιάκου Μουσική, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Υ.Γ.2 Ακούστε το τραγούδι σε λούπα, τουλάχιστον τρεις φορές, συνεχόμενα. Ίσως τότε,  αν αφεθείτε, σας συνεπάρει τόσο, που αυτό το «οοοο!!!» από την λέξη αληθινό, όπως την τραγουδά ο Σερ,  σας μεταφέρει στην αθωότητα του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος, μετά από καιρό… για Πρώτη φορά…
9-3-2019 

Ο Ρόλος


     Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, παραπάτησε κι αυτό τον ανάγκασε να πετάξει κάτω τη μάσκα που φορούσε και να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη της Γνώσης, για πρώτη φορά, κατάματα…
     Αυτό που είδε ήταν ένα κενό που χοχλακούσε, ένα τίποτα που εμπεριείχε τα πάντα. Οι προσπάθειες που είχε κάνει, χιλιάδες χρόνια για να δει, δεν τον ωφέλησαν. Αφέθηκε για μια στιγμή κι αυτό ήταν αρκετό για να δει πως δεν ήταν ένα μοναχικό κύμα αλλά ο ίδιος ο ωκεανός του δημιουργικού Τώρα.
     Άμαθος όπως ήταν στην Αγάπη, δεν υπολόγισε τον μεγαλύτερο εχθρό του: Το Εγώ του, που φοβούμενο τον εξοστρακισμό του, άρχισε να τον βομβαρδίζει με το παρελθόν κι αυτό ως γνωστόν γεννά όλους τους φόβους.
     Έτσι τρομοκρατημένος, έσκυψε, πήρε την μάσκα από κάτω, την φόρεσε, κοίταξε τον καθρέφτη, ο γνωστός κόσμος φανερώθηκε πάλι μπροστά του, η σιγουριά του εφήμερου τον καθησύχασε.
     Έκανε γρήγορα στροφή, άνοιξε την πόρτα και βγήκε πάλι στη σκηνή του ψεύτη κόσμου τούτου, να παίξει τον ρόλο που του άρεζε να παίζει από πάντα. Μόνο που τώρα δεν ήταν όπως πριν. Γνώριζε πια.
     Μια στιγμή σατόρι που του χαρίστηκε, του έμαθε πως αυτό που αποκαλούσε «ζωή του», δεν ήταν παρά ένας ρόλος που έπαιζε...Είδε την τραγωδία του ανθρώπου και για πρώτη φορά γέλασε μέσα από τα βάθη της ύπαρξης…

9-3-2019

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Έτσε μού ‘ρχεται:
Να γύρω οθέ ντ’ Αγιόμυρου
κι απόκιας στο Καλάμι
κι απ’ το Παπαδιανό Λαγγό
να βγω στο Αχλαδάρμι
Ύστερα με δυό δρασκελιές
εις το Μελισσουργάκι
να σφεντουρίξω στη Κορφή
τσι θειάς μου τ’ αλωνάκι
Κι αρχίζω να παρατηρώ
τσι τόπους γύρω-γύρω
ώ τη παντέρμη ανοικτωσά
και πως τη νταγιαντίζω
Ξανοίγω από τη μια μεριά
τ’ Αλοδιανό το Χάνι
τσι Πατερίνας το Λαγγό
κι ο νους μου χίλια βάνει
Θωρώ και το Γενί Γκαβέ
και του Χαρκιά το Λάκο
του Άη Γιώργη το νερό
η στη Στροφή ‘πό κάτω
Στρέφω ζερβά ντη κεφαλή
τσ’ Αβδελαράς τσι πλάκες
θωρώ τα μανουσάκια τζη
και των αιγώ τσι στράτες
Πίνω νερό καβουσανό
και τσι γαλότσες βάνω
στο Γκάραβο και στη Ρουσά
ασκορδουλάκους βγάνω
Τζικάκι στα Βαθειά Στενά
γεμίζω με σταφύλια
κι από το Τζίγκουνα νερό
πίνουν τα δυό μου χείλια
Γέρνω οθέ ντο Πρόκιμο
απ’ τη Ψαρή ‘πο πέρα
φτάνω εις το Πλατύ Λαγγό
κι ακόμη παραπέρα
Έτσα βιγλίζω απ’ τη Κορφή
τα μέρη και τσι τόπους
και μνημονεύω τα παλιά:
έχνη, δεντρά κι αθρώπους
Θυμούμαι τσι παππούδες μου
κι όλους τους χωριανούς μου
ντη πρώτη μου αγαπητικιά
κι αναγαλλιάζει ο νους μου
Ξυπνώ και νιώθω ογρασά
πάνω στο μαξελάρι
τ’ όνειρο είναι αληθινό
μα η Λήθη θα το πάρει…
12-02-2019

Είμαστε οι άνθρωποι αστέρια

Είμαστε οι άνθρωποι αστέρια

Αυτή τη νύχτα του Σαββάτου
ξύπνησα μες τον πανικό
είναι ο φόβος τ’ αοράτου
που μπήκε μέσα στο μυαλό
Αυτό το βράδυ του Σαββάτου
συγκρούστηκα με κεραυνό
είναι η αλήθεια του θανάτου
που με κρατάει ζωντανό
---------------------
Είμαστε οι άνθρωποι αστέρια
που απέχουμε έτη φωτός
η μοναξιά μάς περιβάλλει
κι εμείς της άγνοιας οι σκλάβοι
αντί να σκύψουμε εντός
περνάμε τη ζωή σαν νάμαστ’ άλλοι.
----------------------
Αυτό το βράδυ εξουσία
έχει στο Είναι μου βαθιά
μια θυμωμένη παρουσία
που έρχεται απ’ τα παλιά
Αυτό το βράδυ ψάχνω δρόμο
να φτάσω μέχρι την πληγή
έχοντας στον δεξί μου ώμο
τον Χάρο να με καρτερεί
---------------------
Είμαστε οι άνθρωποι σταγόνες
που πέσαμε απ’ τον ουρανό
κι αν δεν χαθούμε στην πορεία
στην λάσπη και στην απορία
φτιάχνουμε ένα ποταμό
που αφήνει πίσω του μεγάλη Ιστορία
----------------------
26-01-2019 

Στην Άννα…


                    Στην Άννα…

Η Άννα το «φουγάρο»
ανάβει το τσιγάρο
γιατί θέλει να πνίξει τον πόνο που πονά·
βαθειά ανάσα παίρνει
στο δράμα που τη δέρνει
ο χρόνος μόνο μένει για να την συμπονά.
--------------
Η Άννα το «φουγάρο»
Κουβάλαγε ένα βάρος, βαρύ σαν την ζωή…
-------------
Η Άννα το «φουγάρο»
συνάντησε το Χάρο
και είπε να του δώσει κι αυτού μια ρουφηξιά·
είχε περάσει τόσα
κι αυτή δεν ξέρει πόσα
κι έμαθε τι σημαίνει σκοτάδι και σκιά.

Μ.Ν. 23-12-2018

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ


Με αφορμή ένα «λιωμένο» ρολόι

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Ο Χρόνος είναι μόνος
τον κατακλύζει ο πόνος της ερημιάς
τρέχει για να προλάβει
κανείς μην τον «συλλάβει»
γιατί της γης οι σκλάβοι, της Λευτεριάς
θα νιώσουν τον αέρα 
που θα τους πάρει πέρα 
στα σύνορα της τρέλας και της αποκοτιάς.
----------------------------------
Του Χρόνου όποιος ξεφύγει
πίσω πια δεν γυρίζει ποτέ στο παρελθόν
το μέλλον δεν θα φτάσει
να τον «παραμυθιάσει»
κι ότι απομένει να ‘χει, θα είναι το Παρόν.

31-10-2018 Μ.Ν.

Τα χαϊκού του Facebook


Τα χαϊκού του Facebook

Ο Μίτος
Χθες βράδυ, τις μικρές ώρες που κυριαρχούν τα όνειρα, με πυροβόλησαν στο στήθος. Ποιοι και γιατί, άγνωστο. Βρέθηκα να αιωρούμαι πάνω από το σώμα μου. Πόνος κανείς. Μόνο για μια στιγμή σκέφτηκα την αναστάτωση που θα προκαλούνταν σ’ αυτούς που έμεναν πίσω…
Άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά προς τα πάνω σαν μια πυγολαμπίδα. Αμέσως ήρθε δίπλα μου στην ίδια μορφή να με προϋπαντήσει ο αδερφός μου. Κατάλαβα πως ήταν αυτός, χωρίς να μιλήσουμε. Μου μετάδωσε αισθήματα εμπιστοσύνης και χαλαρότητας. Κανένας φόβος.
(Μπορεί για όλα αυτά να φταίει η Αριάδνη που δεν μου έδωσε, τόσες μέρες τώρα, ένα μίτο, να μπορέσω να βγω από τον Λαβύρινθο που έχω μπει.)
5-4-2018
H μύγα του Δεκέμβρη
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, από το παράθυρο που άνοιξε για μια στιγμή. Την είδε πως δεν πετούσε με κείνη τη ζωηράδα που έχουν συνήθως.
Πήγε και κάθισε κάτω ακριβώς από το αναμμένο πορτατίφ. Σκέφτηκε πως ίσως αποζητούσε τη ζέστη της λάμπας, μια που έξω το κρύο ήταν αρκετό κι αυτή είχε επιζήσει, πέρα απ' όσο η φύση της όριζε. Την παρατηρούσε καθώς περπατούσε αργά πάνω στο γραφείο σε κύκλους.
Κι ύστερα, απλώς σταμάτησε να κινείται. Πέταξε μακριά, στον μυγιένιο παράδεισο, αφήνοντας πίσω τα φτερά της ασάλευτα...Ένας κόμπος του ανέβηκε στο λαιμό...
30-11-2017

Μάννα είναι
το πράσινο σαπούνι κι οι λεμονανθοί στη μύτη σου
η άφοβη παράδοση σου στον ύπνο της ποδιάς της
το σταύρωμα του μαξιλαριού σου πριν τον ύπνο
το δροσερό πανί με ξύδι στο μέτωπο του πυρετού σου
η τσίπα από το βρασμένο γάλα στον τζισβέ
το ζεστό κουλούρι από το φούρνο με τα ξύλα
τα καλιτσούνια και τα τσιγαριστά μάραθα
η γεμάτη αγάπη ματιά της στην πλάτη σου
η μεγάλη αγκαλιά σε κάθε επιστροφή σου
Και τώρα που έμεινα μόνος: 
η συνεχώς παρούσα μνήμη της Απουσίας Της
14-5-2017

ΠΑΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ…
Όξω είχενε κρυγιώτη. Μα και μέσα κρυγιώτη είχενε. Εκτός από το μέρος απού ‘τανε η παραστιά. Πια πολλή ζέστη στον αχεριώνα είχενε. Θες τ’ άχερα, θες η αναπνιά του γαϊδάρου και των αιγώ, έλεγες πώς να! θα κάμεις έτσε το λίχνο να φέξεις στη γωνιά και θα δεις το Χριστό νεογέννητο με τ’ αγγελάκια να πετούνε από πάνω ντου.
Οι γυναίκες εκαθαρίζανε, εφουρνίζανε, κάνανε καλιτσούνια, οι άντρες ζεστένανε στο τζισβέ ρακί με μέλι, να πιούνε, να ζεσταθούν τα σωθικά ντως.
Τα κοπέλια εγυρίζανε στα σοκάκια λέγοντας τα κάλαντα, γεμίζοντας τις τσέπες τους σταφίδες, καρύδια, ξερά κιοφτέρια και που καμιά πεντάρα γη δεκάρα. Ανε τως ετύχαινε να σφάζουνε και κάνα χοίρο: -Ε, μπάρμπα, τη φούσκα! τη φούσκα! Δώσε μας τηνε!
Το βράδυ μετά το φαί στο σοφρά, η μάνα καθάριζε το λαμπόγυαλο από τη καπνιά να φέγγει καλά, ο πατέρας έπαιρνε το «Ευαγγέλιο» από τη ντολάπα –μέρα που ‘ταν, ξεχωριστή- κι αρχίνιζε να διαβάζει συλλαβιστά:
Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν•
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν•
και των Αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη…
Έτσα λογιώς εμπερδευτήκανε μέσα μου η Παναγία με την Αρετούσα κι ο έρωντας με την αγιότητα, καθώς μ’ έπαιρνε ο ύπνος, βράδυ Χριστουγέννω, στη ποδιά τσι μάννας μου…Κι ας μην εγάτεχα τι ακριβώς σημαίνουν. Μα εψυχανεμιζόμουνα…
24-12-2016

Εφύγαν οι γι αθρώποι.
Χωριό. Εφύγαν οι γι αθρώποι. Άλλος μακριά, άλλος πιο μακριά. Για χρόνια πολλά. Μα η νοσταλγία τους ξαναφέρνει πίσω. Νεουρκέζοι, Ροδίτες, Αθηναίοι...Γυρίζουν τάχα για να μαζώξουν τις ελιές.. Ψώματα! Για να γενούνε πάλι κοπέλια, γι' αυτό γυρνούν.
Πίνουν κρασί, πίνουν ρακή και χορένε, όπως εχορεύανε και εγλεντούσανε οι γονέοι κι οι παππούδες ντως. Παίζουνε τσι μεγάλους για λίγες μέρες, μέχρι που η ανάγκη τους κάνει να ξαναφύγουνε...Άλλος μακριά, άλλος πιο μακριά.
Κι εκεί στα μακριά, δεν παίζουν πια τσι μεγάλους. ΕΙΝΑΙ μεγάλοι. Κι αυτό είναι φορτίο μεγάλο.. Γι' αυτό και περιμένουνε πότε θα ξαναγυρίσουνε..Έτσα 'ναι ο κόσμος φτιαγμένος: εκπνοή, εισπνοή, αναχώρηση, επιστροφή...
17-1-2016

Δυό γραμμές για το Σταύρο που έφυγε
Μια ζωή Κορφή – Καβούσα. Με ξέρανε όλοι οι τρόχαλοι κι γι’ αγκουτσάκοι. Πόσους γουβάδες νερό δεν έσυρα από το πηγάιδι για να ποτίσω τα ζα και τα βούγια.
Κι όντενε περνούσα από ντο Κόλυμπο κι από το Κακασόλι με το αμάξι γη με τα πόδια και συναντούσα χωριανούς, σήκωνα ψηλά τη χέρα και χαιρετούσα. Όχι πολλά-πολλά. Υπήρξα μονήρης, δεν λέω. Κι απόμακρος. Είχα μάθει να θέτω πάνω σε μπάλες άχερα παρά στο κρεβάτι. Είχα μια περηφάνια και μιαν αυτοσυγκράτηση. Ποιος ξέρει, από πού τα κληρονόμησα. Η ζωή δεν μου στάθηκε και τόσο. Μα ‘χα ένα καλό θάνατο τουλάχιστον. Έφυγα στον ύπνο μου, όπως κοιμόμουνα ανάσκελα, έχοντας τη χέρα μου κάτω από τη κεφαλή μου. Το μόνο που ένιωσα, ένα κάψιμο στο στήθος κι ύστερα άρχισα να ανεβαίνω προς τα πάνω , πέρασα μέσα από τη στέγη του σπιθιού, είδα τα βούγια να κοίτουνται και αφού έριξα μια μαθιά πέρα στο χωριό, τράβηξα ανάλαφρος προς τα πάνω να ενωθώ με το θαμπό φως των άστρων…
20-10-2015
Εντροπία
Μεταβάλλεται εντός μου ο ρυθμός του κόσμου...Αντιστέκομαι σθεναρώς. Υποχρεώνω το σώμα σε εξαντλητική άσκηση ώστε να αντέξει την εσωτερική πτώση που ήδη έχει αρχίσει...
Περιμένω την έκβαση της μάχης, αν και είναι βέβαιη η νίκη της Εντροπίας. Παρ' όλα αυτά δεν αποστρέφω το πρόσωπον μου απ' εμού.
Εκμεταλλεύομαι τον καιρό που απομένει για να κλάψω, να θρηνήσω, να πενθήσω κι έτσι μετά, ας μ' εύρει άδειο η ήττα...
15-8-2015

Πρωινός Περίπατος
Σήμερα το πρωί έφυγα από το χωριό κι επήγα στη "Τζαμπέλα", ανηφόρα καλή, σε κάνει να λαχανιάζεις στην αρχή, μέχρι να συνηθίσεις για να κάνω τι λες; να μαζέψω τα πρώτα σύκα, δροσερά ακόμη, δεν τα 'χε κτυπήσει ο ήλιος, πια καλά κι από το μέλι...τα τρως ολόκληρα με τη φλούδα.
Ύστερα εμάζωξα και μερικά γινωμένα απίδια από την διπλανή απιδιά, ε ας κρατώ να δώσω και στις γειτόνισσες, έκοψα και μερικές φούντες κλαδί για την αίγα...
Κατέβηκα από κάτω στον Αη Γιώργη, άναψα ένα κερί στη χάρη ντου κι ήπια δροσερό νερό από την παλιά πηγή που 'περνε το χωριό νερό στα παιδικάτα μου και που χρόνια τώρα έχει εγκαταλειφθεί στο έλεος Του...
Όοοοοχι βρε χαζά, μη ζηλεύετε, απλώς "ξέχασα" να βάλω εισαγωγικά στα παραπάνω λόγια. Δεν είναι δικιά μου η περιγραφή, είναι της αδελφής μου, εγώ είμαι εδώ μαζί σας, στον καύσωνα, μπροστά στον "αγαπημένο μου υπολογιστή" κι απλώς σας μεταφέρω τα λόγια της, όχι δεν μ' έπιασε βαθειά νοσταλγία γι' αυτά τα "ασήμαντα", τι; παιδιά είμαστε τώρα; 
(μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου...)
31-7-2015
Συντρίμματα
Ψηλά. Χαμηλά. Έρεβος. Πέφτω. Πετώ. Ανιών. Προσπάθεια. Ζάλη. Τα νύχια σκίζουν τα μάγουλα. Ζωή. Θάνατος, θάνατος, θάνατος. Λέει, να ελπίζω. Σε τι; Όλα είναι αέρας…
Σώμα. Εγώ. Κι αυτό, το σώμα. Τόσο σοφό. Του τρελού μυαλού, όλα τα υπομένει. Όλα τα υποφέρει. Παλλόμενο χώμα. Μάτια που κλείνουν. Μηχανή απολαύσεων. Και πόνου…
Μουσική. Αχ, μουσική. Ταξίδι. Ευαισθησία. Ήχοι. Οι φθόγγοι της ακοής. Ζωοποιοί. Χειμαρρώδης. Και στο τέλος η αγία Λύπη. Πάντα ήμουν με τους αδύναμους. Πως αλλιώς Μάνα…
2-8-2014
Του Νίκου
"Έζησα πάνω από ενενήντα χρόνια, αντικρίζοντας κάθε πρωί που ξυπνούσα τον Αϊ Γιάννη, τον Αϊ Γιώργη και του Χαρκιά το Λάκο...
Έσκαψα με τη σκαλίδα και με τη σκαφτική τη μηχανή αμπέλια και κρεβατίνες...Κουβάλησα τσουβάλια σταφίδες, μάζεψα τόνους ελιές, έσπειρα, θέρισα, κλάδεψα, δόξα τω θεώ! 
Και τα βράδια, έγραψα χιλιάδες σελίδες, καπνίζοντας χιλιάδες τσιγάρα, με γράμματα καλλιτεχνικά που καμάρωνα γι αυτά...
Οι διαδρομές μου από το Σταυρό στο Λιμνάκι κι από κει στη Ψαρή και στα Βαθιά Στενά, στο Κάραβο και στη Ρουσά...
Ήμουνα και κυνηγός καλός: Με τον τσιφτέ μου εσκότωσα λαγούς πολλούς και πέρδικες, μα είχα και καλά κουλούκια για βοήθεια..
Απόκτησα παιδιά και εγγόνια κι είπα πως αφού περάσανε πάνω από ενενήντα χρόνια, καιρός μου είναι πια να ξεκουραστώ..."
Στο Νικολή που έφυγε...στην Αριστέα που έμεινε να τον θυμάται...
10-12-2012

Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Απόψε πάλι ονειρεύτηκα τα βουνά του τόπου μου

Ο τόπος μου είναι ολόκλειστος από βουνά. Βουνά ταπεινά, μπορείς να πεις, μιας και δεν είναι γεμάτα με πλατάνια, οξιές ή πεύκα αλλά με λίγες ελιές κι αμπέλια στους πρόποδες κι από κει και πάνω ένα σωρό «φτωχά» φυτά και δέντρα: Κουμαριές, αστιβίδες, αγγουτσάκους, αχινοπόδους, αζογύρους, αγγαραθιές, ασπάλαθους, ασκελετούρες, αλαδανιές, θρίμπα, φασκομηλιά και ρίγανη.
Στέκουν εκεί, ακίνητα, υπομένοντας το κρύο του χειμώνα ή τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού, απρόσιτα απ’ τη μια και προσηνή απ’ την άλλη, βλέποντας ανθρώπους να περνούν, ανθρώπους να διαβαίνουν…
Περπατώ νοερά στα μονοπάτια τους και δεν σκοντάφτω, παρόλο που έχουν από χρόνια ρημάξει, όμως η μνήμη του σώματος, δεν σφάλλει. Συναντώ μια πέρδικα με τα περδικάκια τζη ‘πο πάνω από το «Πρόκιμο» και με ξιπά ένας λαγός από τη μ-πέρα μ-πάντα.
Φτάνω στη κορφή του Κόνιδα κι αγναντεύω απ’ τη μια τη θάλασσα κι απ’ την άλλη τον Ψηλορείτη και στο βάθος τα Λευκά Όρη.
Παίρνω φόρα και πηδώ από τα κόκκινα χαράκια και ώ του θαύματος, δε με ρουφά η βαρύτητα, να τσακιστώ στα βράχια, μ’ αρχίζω να πετώ απαλά κι έχω μιαν άφατη χαρά … Ξυπνώ, κι είναι βαθειά χαράματα. Απόψε πάλι ονειρεύτηκα τα βουνά του τόπου μου…

Να πάρω θέλει τα βουνά, να βγω ψηλά στο Δέτη
απόκειας να παρατηρώ του κόσμου το νομπέτι.
Να γύρω στην Αβδελαρά, τσι πλάκες από πέρα,
τα μανουσάκια τζι να δω μια ταχινήν ημέρα.
Να κατεβώ πιο χαμηλά, να πάω στη Γκαβούσα
να προπατώ ξυπόλυτος «στ’ Αγίου ν-τη πατούσα»
Κι ύστερα λέει να βρεθώ, ο θε το Κακασόλι
και νάχουν ανεμαζωχτεί οι χωριανοί μου όλοι.
Να ‘χω ένα Λόγο να τω μ-πω, πως η Ζωή επιμένει
Κι ας είν’ οι περισσότεροι, καιρό Αποθαμένοι…

Free Blog Counter