manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2022

 Σήμερα βρίσκομαι στη Δαμάστα, στο χωριό του πατέρα μου. Πήγα με τον αδερφό μου στο σπίτι του λεβέντη γέρου, του Βάγγελα. Μας κέρασε μέλι και καρύδια και χορτοκαλίτσουνα και βέβαια παγωμένες ρακές. Είπαμε ιστορίες παλιές, για την κατοχή και για τα πέτρινα παιδικά χρόνια. Μεταξύ άλλων έμαθα για την λεβέντισσα την γιαγιά μου, την Σωτήραινα, που κουλάντριζε οκτώ γιούς που δεν δέχονταν μύγα στο σπαθί τους αλλά μπροστά της, στέκονταν προσοχή. Παραθέτω εδώ δυό κουβέντες της που έμαθα σήμερα και μ' έκαναν πολύ περήφανο που είχα τέτοια γιαγιά. Την πρώτη την είπε όταν έγινε το σαμποτάζ της Δαμάστας που είχαν στήσει ενέδρα και σκότωσαν τους Γερμανούς. Μαζεύτηκαν μετά το σαμποτάζ στην πλατεία τα γυναικόπαιδα και κάποιοι γέροι και κάποιοι είπαν να ειδοποιήσουν τους Γερμανούς που έρχονταν από τη Χώρα ότι ξενοχωριανοί έκαναν το σαμποτάζ και όχι Δαμαστιανοί για να γλυτώσουν τα αντίποινα. Τότε η γιαγιά μου, είπε: -Εγώ έχω οκτώ γιούς για μαχαίρι, αλλά σπιούνος δεν γίνομαι. Έτσι τους απέτρεψε και δεν πρόδωσε κανείς στους Γερμανούς, ποιοι ήταν αυτοί που συμμετείχαν στο σαμποτάζ. Η δεύτερη κουβέντα της ήταν μια ευχή που έκανε σε μια νύφη και στο γαμπρό, την ημέρα που παντρευόταν: - Εύχομαι να σας θάψουν τα κοπέλια σας και να μη θάψετε εσείς κοπέλι! (Αυτή είχε θάψει δυό γιούς)

 

ΤΙΜΗ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ

Περπατώντας σήμερα το απόγευμα στο λόφο του Πανοράματος, έφτασα μέχρι πέρα την άκρη του μονοπατιού, που λίγοι πηγαίνουν, κι είδα χαμηλά, αναμμένα τα φώτα της Θέρμης κι αριστερά ξεχώρισα το αεροδρόμιο του ΣΕΔΕΣ.

Μου ‘ρθε λοιπόν στο νου μου ο Φλουρόκωστας να μου διηγάται, μεγάλος πια, κι εγώ  τριαντάρης, όταν κατέβαινα στο χωριό, πως «έκανα χωροφύλακας πριν από εξήντα και παραπάνω χρόνια στη χωροφυλακή που ήταν δίπλα από του ΣΕΔΕΣ και μπορώ να πω πως επέρασα καλά, εγνώρισα και μια κοπελιά, να μη ντα λέμε δα, δε πρέπει…».

Και όπως όλοι ξέρουμε, η μια σκέψη φέρνει την άλλη, όπως πίσω από την κλώσα, το ένα κοτοπουλάκι ακολουθεί το άλλο στη σειρά, έτσι λοιπόν η επόμενη θύμηση που μου ‘ρθε στο μυαλό ήτανε πάλι ο Φλουρόκωστας να λέει στη παρέα:

«…Μα εμότσαρα ντονε εγώ οψές. Είδα τονε να περνά απ’ όξω από το σκολειό και προβαίρνω και του λέω: - Δε ντρέπεσαι μπρε; Ήντα ‘ναι τουτανά που λες και κάνεις; Γατές το πως δε θα σου βγούνε σε καλό, γι’ αυτό έλα στα σύγκαλα σου…»

Ε, λοιπόν, αυτή τη λέξη, είχα να την ακούσω σχεδόν εξήντα χρόνια! Ήχησε τόσο νέα και δροσερή που «έγραψε μέσα μου αλλιώς»…

Είπα λοιπόν κι εγώ, να την τιμήσω αυτή τη λέξη, για την τιμή που μου ‘κανε να με επισκεφτεί μετά από -πόσα είπαμε;- σχεδόν εξήντα χρόνια. Σκέφτηκα λοιπόν να την βάλω μέσα σε μια μαντινάδα ή ακόμη καλύτερα σε δύο:

Εμότσαρε με το μυαλό

γιατί δε ν-του φρουκούμαι

για δε μ-περνά αργαδινή

να μη σ’ αναστορούμαι

 

Εμότσαρε με το μυαλό

γιατί κι όντε κοιμούμαι

άφτω κερί στον ύπνο μου

και σου ξομολογούμαι

 

   *Εμότσαρε με το μυαλό γιατί δε ντου φρουκούμαι = Μου έκανε παρατήρηση, με μάλωσε το μυαλό,-η λογική- γιατί δεν το ακούω (κι ακολουθώ την καρδιά μου).

Free Blog Counter