manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Σάββατο, Φεβρουαρίου 20, 2010

Η ΘΕΙΑ ΜΟΥ Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΜΙΚΡΗ...

Η θειά μου η Χριστίνα παντρεύτηκε μικρή, ένα χήρο, πολύ μεγαλύτερο της, από το διπλανό χωριό.

Η θειά μου η Χριστίνα ήταν σχεδόν παιδί. Δεν τον ήθελε αυτόν το γέρο, μα τι να κάνει;

Της τον έδωσαν με το ζόρι. Ήταν βλέπεις έξι αδερφές ορφανές από μάνα κι ο πατέρας, πατέρας-αφέντης...

Τα πρώτα χρόνια άντεξε, παρόλο που αυτός την ζήλευε και με το παραμικρό την ξυλοφόρτωνε...

Μια μέρα σηκώθηκε κι έφυγε. Γύρισε πίσω στο χωριό της, στο πατρικό της. Κανείς όμως δεν την καλοδέκτηκε. Όλοι, πατέρας, αδελφές, της είπαν πως η θέση της ήταν πίσω στον άντρα της, δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Τι κι αν κακοπερνούσε; Τι κι αν την έδερνε; Σάμπως ήταν η πρώτη ή η τελευταία; Φαντάζονταν πόσο χειρότερη θάταν η θέση της αν εγκατέλειπε το στεφάνι της; Θάταν μια ατιμασμένη κι αυτή την ατιμία θα την μετέδιδε και σ’ όλες τις αδελφές της...

Η θειά μου η Χριστίνα πήρε το μονοπάτι του γυρισμού με τα πόδια, ολομόναχη. Κάθε της βήμα κι αναφιλητό, κάθε πατημασιά και δάκρυ...μονολογούσε απευθυνόμενη στη μάνα, απ’ αυτήν ζητούσε βοήθεια. Μ’ αυτή είχε πεθάνει από καιρό...

Η θειά μου η Χριστίνα έκανε υπομονή...για μέρες, για νύκτες, για μήνες, για χρόνια...Έπαιρνε τις λίγες κατσίκες που είχε και περπατούσε μια ώρα δρόμο για να φτάσει σε μια κορφή, απ’ όπου μπορούσε να αγναντεύει στο βάθος το χωριό της. Άφηνε τις κατσίκες να βόσκουν κι αυτή καθισμένη σε μια πέτρα, μοιρολογούνταν όλη μέρα για τη χαμένη της ζωή, για τα ματαιωμένα της όνειρα...

Η θειά μου η Χριστίνα ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι της... Μόνο οι κατσίκες γύρισαν σαν σουρούπωσε, αφού ξέραν απ’ έξω τη διαδρομή.

Την βρήκαν την άλλη μέρα πάνω στα βουνά. Είχε ξέπλεκα τα μακριά της μαλλιά με ξεσκισμένα τα μάγουλα και τα στήθη της, γεμάτα αίματα, από τα ίδια της τα νύχια...

Ό σκύλος ο άντρας της –έτσι τον αποκαλούσε η μάνα μου- τον Μάη του ’67 την έκλεισε στο τρελάδικο, το Δαφνί...

Το ’69 ξεριζωθήκαμε κι εμείς απ’ το χωριό μου και βρεθήκαμε στη Αθήνα. Η μάνα μου τότε, έχοντας με για οδηγό –δέκα χρονών εγώ κι αγράμματη αυτή - με έπαιρνε μαζί της κάτι πρωινά Κυριακής, για να της διαβάζω τα ονόματα των λεοφορείων κι έτσι βρισκόμασταν στο Δαφνί...Την έλουζε, την έπλενε ολόκληρη μ’ ένα σφουγγάρι, της άλλαζε τα λερωμένα ρούχα κι ύστερα της έκανε πλεξούδες τα μαλλιά... κι όλη την ώρα της μιλούσε συργουλευτά, σαν σε μικρό παιδί...

Η θειά μου η Χριστίνα πέθανε στο Δαφνί, το Φθινόπωρο του ’73... Η μάνα μου μέσα στα δάκρυα της μου είπε πως καλύτερα που πέθανε, αναπαύθηκε έτσι η βασανισμένη της ψυχή...

Σαράντα χρόνια μετά, όντας μακριά από το χωριό μου, με πιάνει καμμιά φορά μια έντονη νοσταλγία επιστροφής... κλείνω τα μάτια τότε και με βλέπω, μικρό παιδί να βρίσκομαι στην αγκαλιά της θειάς μου, σ’ εκείνο τον λόφο, με τις κατσίκες να βόσκουν αμέριμνες τριγύρω...

Την νιώθω, με το ένα χέρι της να μου χαιδεύει τα μαλλιά, και με το άλλο να μου δείχνει στο βάθος το χωριό μου και που αν δεν ήταν γεμάτα δάκρυα τα μάτια μας, μπορεί να διακρίναμε ακόμη και το ίδιο το σπίτι που γεννηθήκαμε...Κι αυτή κι εγώ...

Free Blog Counter