manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Φεβρουαρίου 25, 2007

Η φαγούρα του μπάρμπα μου…

Ο μπάρμπας μου ο Χαραλάμπης, ήταν δυο μέτρα άντρας. Ευρύστερνος, αλαφροκουταλάτος, ομορφάντρας. Με δυο λόγια: Κρητίκαρος.
Τον θυμάμαι να καβαλικεύει περήφανα το μαύρο του άλογο, που μόνο αυτός το ‘κανε ζάφτι, μαυροπουκαμισάς, με τα τριζάτα στιβάνια του να γυαλίζουν στην στιλπνή κοιλιά του ζώου.

Είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία το εικοσιδυό κι είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Κακουχίες, πείνα, ξύλο πολύ. Αλλά επέζησε. Γύρισε στο χωριό και παντρεύτηκε τη θειά μου την Αργυρή, τη μεγάλη αδερφή της μάνας μου. Έκαναν 5 παιδιά. Τέσσερις γιούς και μία κόρη.

Όλοι τον σέβονταν –και τον φοβούνταν λίγο-. Η γνώμη του ήταν νόμος. Μόνο η θειά μου του αντιμιλούσε:
- Μωρέ κακομοίρη κι απ’ όταν σε παντρεύτηκα, δεν εξεκουράστηκα. Δε επρολάβαινα να γεννήσω και με ξαναγάστρωνες!
- Ω ανάθεμα το και κακοπήγε σου τάξε! Της απαντούσε με ένα αδιόρατο χαμόγελο…

Εγώ θα ‘μουν 7-8 χρόνων κι αυτός είχε πατήσει τα εξήντα και βάλε, όταν αρρώστησε. Τον θυμάμαι να παραπονιέται για τους φρικτούς πόνους που είχε στα πόδια του, ειδικά όταν άλλαζε ο καιρός. Πολύ γρήγορα οι γιατροί του το ξέκοψαν. Οι φλέβες του είχαν πάθει μεγάλη ζημιά, που την απέδιδαν στο πολύ ξύλο που είχε φάει στα πόδια, στην αιχμαλωσία, όταν οι Τούρκοι τους ανάγκαζαν να περπατούν για μέρες ατέλειωτες…

Έτσι αρχικά του έκοψαν το ένα πόδι από το γόνατο. Τον θυμάμαι να περπατά με πατερίτσες με το μπατζάκι διπλωμένο και πιασμένο με παραμάνα… Μετά από λίγο καιρό του έκοψαν και το άλλο. Του πήραν αναπηρικό καρότσι με ρόδες. Τα βράδια δεν πήγαινε πια στο καφενείο, όπως το χαν συνήθειο όλοι οι άντρες του χωριού...

Πήγαινα με την μάνα μου κάποιες βραδιές και του ‘κανα παρέα. Καθόμασταν τις καλοκαιρινές βραδιές στο μπαλκόνι και βλέπαμε τα άστρα, ηλεκτρικό δεν υπήρχε για να μας τυφλώνει…

Ήμουν περήφανος γιατί του ήμουν χρήσιμος. Του πήγαινα νερό όταν διψούσε και βέβαια ήμουν ό μόνος που επέτρεπε να σκαλίζω το ράδιο του. Ήταν ένα ράδιο με δερμάτινη θήκη και πτυσσόμενη κεραία που έπιανε μεσαία και βραχέα. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοιο στο χωριό. Του το χε φέρει ο ένας από τους γιούς του που ήταν στα καράβια, από την Ιαπωνία. Θυμάμαι τα παράσιτα και το χαρακτηριστικό σφύριγμα που έκανε στα βραχέα αλλά και τα αράβικα, την πρώτη ξένη γλώσσα που είχα ακούσει, καθώς έπιανε Κάιρο κι άλλους αραβικούς σταθμούς.

Δεν τον θυμάμαι να παραπονιέται ποτέ. Το μόνο που τον τρέλαινε ήταν όταν τον έπιανε φαγούρα όπως έλεγε στα δάκτυλα των ποδιών του ή στις πατούσες και δεν μπορούσε να ξυθεί.
- Μεγάλο μαρτύριο παιδί μου -μου έλεγε- να μην έχεις πόδια και να σε φαγουρίζουν! Δεν μπορείς να ανακουφιστείς. Τι να ξύσεις; Τον αέρα;

Έτσι κι εγώ, ακόμη και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, εξακολουθώ να κάνω κάτι που εφάρμοσα μεγαλώνοντας. Όταν καμιά φορά με πιάνει φαγούρα, -ιδίως στα πόδια- δεν ξύνομαι. Προσπαθώ να συγκρατηθώ όσο περισσότερο γίνεται. Το θεωρώ κάτι σαν χρέος μου απέναντι στον μπάρμπα μου τον Χαραλάμπη. Νιώθω ότι του συμπαρίσταμαι και συμπάσχω μαζί του παρ' όλο που δεν ζει πια παρά μόνο στη σκέψη μου.
Είναι ο τρόπος μου να τον θυμάμαι. Έστω κι αν στο τέλος αρκετές φορές υποκύπτω…

Free Blog Counter