manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006

Ταξίδι στην Απουσία

Θυμάμαι πως ήταν περασμένα μεσάνυχτα κι εγώ κάπνιζα όρθιος, στηριγμένος με τον αγκώνα στο κάγκελο του μπαλκονιού, στο σπίτι μου, στην Πλατεία Ιπποδρομίου. Ήταν μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα μ’ ένα ξάστερο ουρανό που έκανε τα χείλη να ριγούν και το κορμί να τρέμει…

Κι τότε αναίτια χωρίς καμιά σκέψη να έχει προηγηθεί, ξαφνικά, πήρα φόρα και πήδηξα… Πέρασα ξυστά από το απέναντι μπαλκόνι κι άρχισα να ανυψώνομαι αφήνοντας από κάτω μου τις κεραίες των πολυκατοικιών, στα δεξιά μου την Πλατεία Ναυαρίνου και σε χρόνο dt έφθασα στο Λευκό Πύργο. Άπλωσα το δεξί μου χέρι και πιάστηκα από τον ιστό την σημαίας κι έτσι προσγειώθηκα απαλά στην κορφή του.

Κοίταξα πρώτα προς την μεριά της θάλασσας από την Καλαμαριά μέχρι πέρα στον Φάρο της Μηχανιώνας στ’ αριστερά κι από το Καλοχώρι μέχρι τις ακτές της Κατερίνης στα δεξιά. Η ψυχή μου σκίρτησε μπροστά σ’ αυτή τη θέα κι αρχαίες μνήμες ανάβλυσαν μέσα μου.

Καθώς είμαι σκληρός προς τον εαυτό μου δεν του επέτρεψα να μπει σε ονειροπολήσεις και μ’ ένα απότομο τίναγμα εξφεντονίσθηκα στη στέγη του Ιπποκράτειου. Αμέσως με τύλιξαν οι εύρωστες σκεπτομορφές που «αναδίδονταν» από τα δωμάτια, από κάτω. Η Οιμωγή, ο Θρήνος, η Λύπη, ο Πόνος, η Θλίψη.

Τις αγκάλιασα και τις φίλησα όλες μία-μία, ήταν εξ άλλου η –πραγματική- συντροφιά μου, με συνόδευαν από την ώρα που γεννήθηκα, ασχέτως αν ως έφηβος τις «έφτυνα» γιατί γούσταρα να κάνω παρέα με την Χαρά, την Ομορφιά, τον Έρωτα…Μεγαλώνοντας κατάλαβα γιατί υπερτερούσαν. Γιατί οι μεν ήταν κόρες της αμείλικτης Εντροπίας ενώ οι δε, της φρούδας Ελπίδας…

Κυριεύτηκα τότε από την επιθυμία να δω την πόλη πανοραμικά. Πέταξα, επιταχύνοντας με 100g και σε χρόνο λιγότερο από τέσσερα δευτερόλεπτα προσγειώθηκα στην ταράτσα του Νεφέλη. Η πόλη κάτω κοιμόταν. Μπορούσες έτσι να δεις τα όνειρα των ανθρώπων να βγαίνουν από τα σπίτια και ν’ ακολουθούν ανοδική πορεία όπως ο αναθρώσκων καπνός.

Ήμουν όμως ασκημένος αρκετά ώστε να μην αφεθώ να με παρασύρουν τα όνειρα τους και να διασκορπιστώ κι εγώ όπως κι αυτά στην απεραντοσύνη του γαλάζιου κενού.. Συγκεντρώθηκα λοιπόν «κάτω» στην πραγματικότητα κι αυτό που διέκρινα ήταν η αέναη μάχη της Ζωής με τον Θάνατο…

Έβλεπα άντρες να σμίγουν με γυναίκες, παιδιά να γεννιούνται, άντρες και γυναίκες να γερνούν και να πεθαίνουν, τα παιδιά να μεγαλώνουν, να γίνονται άντρες και γυναίκες να σμίγουν μεταξύ τους όπως οι παππούδες τους κι οι γονείς τους και ούτω κάθε εξής… Έβλεπα με τι λύσσα η Σάρκα προσπαθούσε να νικήσει τον Χρόνο…

Ήταν σκληρό το θέαμα. Έτσι απέστρεψα το βλέμμα μου στρέφοντας το ψηλά στον Ουρανό. Για ελάχιστο χρόνο παρασύρθηκα. Πήγα να ψελλίσω « γιατί Θεέ μου, γιατί;». Όμως αμέσως επανήλθα στην πραγματικότητα καθώς διέκρινα σαν πάχνη την «κρύα» Απουσία να σκέπει τα πάντα. Κατανόησα τότε γιατί για τους πολλούς ήταν αβάστακτο να την ονομάζουν Απουσία. Προτιμούσαν το «Θεός». Ήταν η παραμυθία τους.
Μια ριπή κρύου αέρα φύσηξε από την μεριά του Χορτιάτη κάνοντας με να ανατριχιάσω. Ένοιωσα να με «τσιμπάει» πίσω στην ωμοπλάτη το πιάσιμο που με ταλαιπωρεί χρόνια. – Έχει γούστο σκέφτηκα…

Αυτόματα βρέθηκα αιωρούμενος πίσω στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Έκπληκτος είδα το σαρκίο μου πεσμένο ανάσκελα στα πλακάκια και το τσιγάρο δίπλα να καίει ακόμη. Να πω ότι λυπήθηκα, θα ήταν ψέματα.
Έτσι είναι λοιπόν όταν «τα φτύνεις;», σκέφτηκα. Υπέροχα. Έκανα στροφή και επιταχύνοντας αργά αυτή την φορά, άρχισα να πετώ προς τα Κάστρα. Ήμουν σίγουρος πως η θέα της πόλης πάνω από τα τείχη μια τέτοια ξάστερη νύκτα, θα ήταν εξαιρετική…

Free Blog Counter