manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020

                               ΕΡΩΤΙΚΟΝ

Είναι βραδιές που σκέφτομαι ο ύπνος σαν με πάρει

πως θα ‘ρθεις μέσα στ’ όνειρο δίπλα στο μαξιλάρι

να μου χαϊδέψεις το λαιμό με την αναπνοή σου

και με το βλέμμα να μου πεις πως είμαι όλη δική σου

       

Κι εγώ μέσα στο όνειρο θα γίνω ένας άλλος

αυτός που εσύ φαντάστηκες και μ’ όλο μου το θάρρος

θα σου χαϊδέψω τα μαλλιά και θα σε αγκαλιάσω

και μέσα στο κορμάκι σου θα μπω για να μονάσω


Όσο γλυκύ ‘ναι τ’ όνειρο τη νύχτα που κοιμάσαι 

όταν ξυπνήσεις το πρωί και το αναστοράσαι

φέρνει μια πίκρα στην καρδιά πόνο στα σωθικά σου

γιατί ‘ταν ένα Όνειρο μέσα στην ερημιά σου…

                 6-7-2020 Μ.Ν.


                                     Το μουδιασμένο πόδι

Από μικρός που ήμουν, μ’ άρεσε το διάβασμα. Διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου. Μέχρι τα δέκα μου, όσο ήμασταν στο χωριό, διάβαζα Ντομινό, Βεντέτα, Ρομάντζο και Θησαυρό. 

Είχα διαβάσει κι ένα βιβλίο που αναφερόταν στην μαντάμ Κιουρί και την ανακάλυψη της που ήταν το ράδιο, καθώς και ένα βιβλίο προπαγάνδας που είχε στείλει η χούντα στους Γεωργικούς Συνεταιρισμούς και το μόνο που θυμάμαι είναι μία φράση που μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν καταλάβαινα και τι σήμαινε και η οποία επαναλαμβανόταν σχεδόν σε κάθε σελίδα: Φαύλος κύκλος.

Μετά βρεθήκαμε στην πόλη. Δύσκολες εποχές. Είχα ανακαλύψει όμως κοντά στη γειτονιά μου, στην Καλλιθέα, επί της οδού Θησέως, λίγα μέτρα πριν την διασταύρωση της με την Δαβάκη, ένα βιβλιοχαρτοπωλείο, όπου όποτε περνούσα απ’ έξω χάζευα τα βιβλία στη βιτρίνα του. Κάποιο απόγευμα, που είχε κόσμο μέσα, πήρα το θάρρος και μπήκα κι εγώ. Είδα ότι δεν με ενόχλησαν, πήρα κάποιο βιβλίο από τον πάγκο και το ξεφύλλισα κι ύστερα κι άλλο. Διάβασα κάποια αποσπάσματα, ένας καινούργιος κόσμος μου αποκαλύφθηκε. Το άλλο απόγευμα ξαναπήγα. Για να μην τα πολυλογώ το ‘κανα στέκι μου. 

Με συμπάθησε κι ο βιβλιοπώλης και δεν μου ‘λεγε τίποτα που τόσα απογεύματα πήγαινα και δεν αγόρασα ποτέ κανένα βιβλίο. Μόνο κάτι τετράδια και μολύβια. Έτσι διάβασα αρκετά βιβλία όρθιος. Όταν κουραζόμουν, καθόμουν στις φτέρνες με λυγισμένα πόδια κι έριχνα το βάρος μου πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Ήταν τόσο μαγικά αυτά που διάβαζα, ζούσα σ’ ένα φανταστικό κόσμο, ξεχνιόμουν τελείως κι η ώρα περνούσε νεράκι κι όταν έκανα να σηκωθώ, χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν το μουδιασμένο μου πόδι..

Αργότερα ανακάλυψα την δανειστική βιβλιοθήκη του Πλανηταρίου στην Συγγρού. Άλλη μαγεία αυτή. Εδώ είχε και τραπέζια μεγάλα με καρέκλες που μπορούσα να καθίσω μαζί με άλλους -πολύ μεγαλύτερους από μένα- και να διαβάσω όση ώρα ήθελα κι ότι μ’ άρεσε το δανειζόμουνα.

Όμως δεν είχα κάποιον να με καθοδηγήσει και να με συμβουλέψει τι να διαβάσω. ‘Έτσι διάβαζα χαοτικά κι ανάκατα, με συνέπεια να έχω σήμερα πολλά κενά, όσον αφορά σε σπουδαία βιβλία που θα έπρεπε να τα είχα διαβάσει σε κείνη την ηλικία.

Σιγά-σιγά άρχισα ν’ αγοράζω τα πρώτα δικά μου βιβλία. Καζαντζάκη, Λουντέμη, Ελύτη, Τάσο Λειβαδίτη, Χέρμαν Έσσε, Καμύ, Δημήτρη Χατζή, Άρη Αλεξάνδρου, Στρατή Τσίρκα, Γιώργο Ιωάννου, Μάλκολμ Λόουρυ, Μίλαν Κούντερα, Ασίζ Νεσίν κι εκατοντάδες άλλους, στα χρόνια που ακολούθησαν.

Πέρασαν τα χρόνια και μου ‘γινε συνήθεια να πηγαίνω στα μεγάλα πια βιβλιοπωλεία που υπήρχαν και να ξεφυλλίζω βιβλία, κυρίως τα Σάββατα, μέχρι να βρω κάποιο που μ’ άρεσε να τ’ αγοράσω. Σπάνια, όταν τύχαινε και με συνέπαιρνε κάποιο βιβλίο και περνούσα ώρα όρθιος διαβάζοντας το, καθώς μετακινούσα το βάρος του σώματος, ένιωθα να τρυπούν βελόνες το μουδιασμένο μου πόδι..

 Τότε -κοίτα να δεις τι μνήμες μπορεί να κουβαλά ένα μούδιασμα- ένιωθα πάλι αυτή την μαγεία, «έμπαινα» πάλι σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο που μου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά, σ’ εκείνο το συνοικιακό βιβλιοχαρτοπωλείο, στην Καλλιθέα, επί της οδού Θησέως, λίγα μέτρα πριν την διασταύρωση της με την Δαβάκη..

Αφορμή για να γράψω τα παραπάνω ήταν το αριστουργηματικό τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά που άκουσα πάλι σήμερα, στο ραδιόφωνο, «Μπάσταρδος γιός» από τον άλμπουμ του «Καλλιθέα», στην οποία Καλλιθέα έζησα απ’ τα δέκα μου μέχρι τα δεκαοκτώ.

Μ.Ν. 7 Μαίου 2020

                                  ΚΡΑΤΑΜΕ ΓΕΡΑ

    Τούτες τις μέρες που ο άνεμος μας κυνηγά*, λέω πως πρέπει να πατούν γερά στο χώμα για να μην «ξεστρατίσουν» δυο «πράματα»: Και το μυαλό και η καρδιά.

    Για το μυαλό έχω την αγαπημένη μου Γεωμετρία να με βοηθά. Όποιος έχει νιώσει να «χάνεται» σε «γεωμετρικούς τόπους» και κομψές αποδείξεις δύσκολων ασκήσεων, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ.

    Για την καρδιά πάλι γυρνώ, κατά πως ο καθένας νομίζω θα έκανε, στο «μέσα μου παιδί» κι αυτό μοιραία με οδηγεί  που αλλού; Πίσω, στις ρίζες μου. 

    Έτσι, μιας και δεν θέλω να σας βαρύνω, δεν θα παραθέσω καμιά απόδειξη, καμιάς άσκησης Γεωμετρίας, επιτρέψτε μου όμως να σας  στείλω «από καρδιάς», δυό μαντινάδες για τον Χρόνο που σ’ αυτή την συγκυρία που ζούμε κι αυτός φαίνεται πως σταμάτησε να τρέχει και κυλάει πιο αργά…

Ο Χρόνος γιαίνει τσι πληγές

των αλλωνών αθρώπω

μα τη δική μου τη πληγή

δε βρήκε ακόμη τρόπο

       Μ.Ν. 12/04/2020

Γιαίνει =γιατρεύει


Ο Χρόνος λένε πως περνά

κι οπίσω δε γιαγέρνει

κι ότι κι αν έζησε κανείς

σε μια στιγμή διαβαίνει

       Μ.Ν. 12/04/2020


γιαγέρνει = γυρίζει

* = Γιάννης Ρίτσος

14-4-2020 Μ.Ν.


                                                           Η Άγρια Απιδιά

Εγώ, ένα φτωχό δέντρο, η Απιδιά όπως είμαι γνωστή, φύτρωσα εδώ σ’ αυτό το χώμα, από τύχη αγαθή, καθώς κάποιο πουλί, πετώντας, άφησε να πέσει από το ράμφος του ο σπόρος της μάνας μου και να ‘μαι!

Κάθε μέρα αγναντεύω από την μια τον Χορτιάτη κι απ’ την άλλη τα σπίτια των ανθρώπων. Οι παππούδες μου ζούσαν χιλιάδες χρόνια πίσω, πριν κι απ’ τα χρόνια του Ομήρου που τους αναφέρει, και οι ρίζες μου είναι βαθιά χωμένες στο χώμα για να αντέχω την οργή του ανέμου το χειμώνα και να ρουφώ το υπόγειο νεαρόν ύδωρ στην κάψα του καλοκαιριού.

Δίπλα μου περνά ένας «δρόμος των ανθρώπων» κι αυτό παρά λίγο να μου στοιχίσει τη ζωή. Ευτυχώς μόνο από τη μεριά του με κλάδεψαν για να μην τους ενοχλώ..

Εδώ λοιπόν σ’ αυτή την φωτογραφία, μια που ‘ναι Άνοιξη, με βλέπετε γεμάτη με άνθη να περιμένω τις φιλενάδες μου τις μέλισσες για ν’ αρχίσουμε τα φιλιά. Ειδικά σήμερα με βλέπετε να σιγοκουβεντιάζω με την αδελφή μου την Βροχή που πέφτει στα φύλλα μου και ώ τι χαρά, περιμένω και το αεράκι να φυσήξει για να σκορπίσει το άρωμα μου ολόγυρα..

Αν και πολλών χρόνων, ζω μόνο στο Παρόν, αφού παρελθόν και μέλλον για μένα δεν υπάρχει, αυτές οι ρίζες βλέπετε, είναι αμετακίνητες..

Το μόνο που με στενοχωρεί λίγο, είναι αυτοί οι άνθρωποι που περνούν από δίπλα μου χωρίς να με βλέπουν. Όλοι είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους και το μόνο που εκπέμπουν είναι φόβο και αγωνία. Τόσο πολύ λοιπόν έχουν απομακρυνθεί από την χαρά της ύπαρξης;

Σπάνια, πολύ σπάνια, θα σταματήσει κάποιος, θα μυρίσει τα άνθη μου, θ’ απλώσει τα δάχτυλά του να με χαϊδέψει απαλά, λέγοντας μου στην χωρίς λόγια γλώσσα της Φύσης: 

-Γειά σου αδελφή μου Απιδιά, τι όμορφη που είσαι! 

-Γειά σου και σένα του απαντώ, τι γλυκό λίγωμα είναι αυτό που νιώθουμε κι οι δυό, που επικοινωνούμε! 

Ύστερα χαιρετιόμαστε και ακίνητη τον βλέπω να απομακρύνεται..

Κι έτσι μένω πάλι μόνη μου ν’ αγναντεύω από την μια τον Χορτιάτη κι απ’ την άλλη να βλέπω ανθρώπους να περνούν, ανθρώπους να διαβαίνουν…

24-3-2020 Μ.Ν.

 

Free Blog Counter