manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2019

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ 1

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ 1
Στα χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά. Ετών 10. Πρώτη φορά.
Φεύγει (το ρήμα εμπεριέχει πόνο) από το χωριό. Πρώτη φορά.
Χώρα. Λιμάνι. Τεράαααστιο καράβι. Πρώτη φορά.
Νύχτα. Στη μέση του πελάγου. Τα φώτα του πλοίου. Κύμα βαθύ μπλέ! Πιο κει η μαύρη άβυσσος. Πρώτη φορά!
Σαλόνι τρίτης θέσης. Τζουμπόξ. Δεμένο σ΄ ένα στύλο με αλυσίδα. Να μην το πάρει το κύμα. Πέντε φαντάροι με χακί στολές και δίκοχα. Ένας βάζει το κέρμα στη σχισμή. Πατάει τα κουμπιά. Η-10. (ήττα δέκα, πως το ‘ξερε άραγε; Περί της πρωθύστερης ήττας του δεκάχρονου ομιλώ). Πρώτη φορά.
Αρχίζει να ξεχύνεται μια μελωδία μέχρι μέσα, βαθιά στα σπλάχνα του. Άγνωστες λέξεις. Απροσκάλεστη, Επίσημη, Αγαπημένη. Πρώτη φορά. Τ’ άσπρο σου χέρι…(όχι πρώτη φορά..)
Ο φαντάρος αρχίζει να χορεύει. Αργά. Τελετουργικά. Με το κεφάλι προς τα πάνω, σε θέση «άνω σχώμεν» και τα χέρια σε έκταση σαν να ήθελε να αγκαλιάσει τον Σύμπαν-Κόσμο.. Οι άλλοι τέσσερις γονατίζουν σοβαροί και κτυπούν παλαμάκια, με την ίδια ευλάβεια που γονάτιζαν οι γυναίκες στην εκκλησία, μπροστά στα άχραντα μυστήρια. (Κάποια χρόνια αργότερα, έμαθε πως οι φαντάροι αυτοί, είχαν αποδράσει από ένα πίνακα του Τσαρούχη…)
Κι η μουσική; Είναι τόσο απαλή. Έχει μια μελαγχολία. Μια λέξη που δεν ήξερε. Μα την ένιωσε. Πρώτη φορά…(που να ξέρει πως στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα την ένιωθε πλειστάκις..)

Υ.Γ.1 Επίσημη αγαπημένη. Στίχοι: Ελένη Λιάκου Μουσική, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Υ.Γ.2 Ακούστε το τραγούδι σε λούπα, τουλάχιστον τρεις φορές, συνεχόμενα. Ίσως τότε,  αν αφεθείτε, σας συνεπάρει τόσο, που αυτό το «οοοο!!!» από την λέξη αληθινό, όπως την τραγουδά ο Σερ,  σας μεταφέρει στην αθωότητα του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος, μετά από καιρό… για Πρώτη φορά…
9-3-2019 

Ο Ρόλος


     Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, παραπάτησε κι αυτό τον ανάγκασε να πετάξει κάτω τη μάσκα που φορούσε και να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη της Γνώσης, για πρώτη φορά, κατάματα…
     Αυτό που είδε ήταν ένα κενό που χοχλακούσε, ένα τίποτα που εμπεριείχε τα πάντα. Οι προσπάθειες που είχε κάνει, χιλιάδες χρόνια για να δει, δεν τον ωφέλησαν. Αφέθηκε για μια στιγμή κι αυτό ήταν αρκετό για να δει πως δεν ήταν ένα μοναχικό κύμα αλλά ο ίδιος ο ωκεανός του δημιουργικού Τώρα.
     Άμαθος όπως ήταν στην Αγάπη, δεν υπολόγισε τον μεγαλύτερο εχθρό του: Το Εγώ του, που φοβούμενο τον εξοστρακισμό του, άρχισε να τον βομβαρδίζει με το παρελθόν κι αυτό ως γνωστόν γεννά όλους τους φόβους.
     Έτσι τρομοκρατημένος, έσκυψε, πήρε την μάσκα από κάτω, την φόρεσε, κοίταξε τον καθρέφτη, ο γνωστός κόσμος φανερώθηκε πάλι μπροστά του, η σιγουριά του εφήμερου τον καθησύχασε.
     Έκανε γρήγορα στροφή, άνοιξε την πόρτα και βγήκε πάλι στη σκηνή του ψεύτη κόσμου τούτου, να παίξει τον ρόλο που του άρεζε να παίζει από πάντα. Μόνο που τώρα δεν ήταν όπως πριν. Γνώριζε πια.
     Μια στιγμή σατόρι που του χαρίστηκε, του έμαθε πως αυτό που αποκαλούσε «ζωή του», δεν ήταν παρά ένας ρόλος που έπαιζε...Είδε την τραγωδία του ανθρώπου και για πρώτη φορά γέλασε μέσα από τα βάθη της ύπαρξης…

9-3-2019

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Έτσε μού ‘ρχεται:
Να γύρω οθέ ντ’ Αγιόμυρου
κι απόκιας στο Καλάμι
κι απ’ το Παπαδιανό Λαγγό
να βγω στο Αχλαδάρμι
Ύστερα με δυό δρασκελιές
εις το Μελισσουργάκι
να σφεντουρίξω στη Κορφή
τσι θειάς μου τ’ αλωνάκι
Κι αρχίζω να παρατηρώ
τσι τόπους γύρω-γύρω
ώ τη παντέρμη ανοικτωσά
και πως τη νταγιαντίζω
Ξανοίγω από τη μια μεριά
τ’ Αλοδιανό το Χάνι
τσι Πατερίνας το Λαγγό
κι ο νους μου χίλια βάνει
Θωρώ και το Γενί Γκαβέ
και του Χαρκιά το Λάκο
του Άη Γιώργη το νερό
η στη Στροφή ‘πό κάτω
Στρέφω ζερβά ντη κεφαλή
τσ’ Αβδελαράς τσι πλάκες
θωρώ τα μανουσάκια τζη
και των αιγώ τσι στράτες
Πίνω νερό καβουσανό
και τσι γαλότσες βάνω
στο Γκάραβο και στη Ρουσά
ασκορδουλάκους βγάνω
Τζικάκι στα Βαθειά Στενά
γεμίζω με σταφύλια
κι από το Τζίγκουνα νερό
πίνουν τα δυό μου χείλια
Γέρνω οθέ ντο Πρόκιμο
απ’ τη Ψαρή ‘πο πέρα
φτάνω εις το Πλατύ Λαγγό
κι ακόμη παραπέρα
Έτσα βιγλίζω απ’ τη Κορφή
τα μέρη και τσι τόπους
και μνημονεύω τα παλιά:
έχνη, δεντρά κι αθρώπους
Θυμούμαι τσι παππούδες μου
κι όλους τους χωριανούς μου
ντη πρώτη μου αγαπητικιά
κι αναγαλλιάζει ο νους μου
Ξυπνώ και νιώθω ογρασά
πάνω στο μαξελάρι
τ’ όνειρο είναι αληθινό
μα η Λήθη θα το πάρει…
12-02-2019

Είμαστε οι άνθρωποι αστέρια

Είμαστε οι άνθρωποι αστέρια

Αυτή τη νύχτα του Σαββάτου
ξύπνησα μες τον πανικό
είναι ο φόβος τ’ αοράτου
που μπήκε μέσα στο μυαλό
Αυτό το βράδυ του Σαββάτου
συγκρούστηκα με κεραυνό
είναι η αλήθεια του θανάτου
που με κρατάει ζωντανό
---------------------
Είμαστε οι άνθρωποι αστέρια
που απέχουμε έτη φωτός
η μοναξιά μάς περιβάλλει
κι εμείς της άγνοιας οι σκλάβοι
αντί να σκύψουμε εντός
περνάμε τη ζωή σαν νάμαστ’ άλλοι.
----------------------
Αυτό το βράδυ εξουσία
έχει στο Είναι μου βαθιά
μια θυμωμένη παρουσία
που έρχεται απ’ τα παλιά
Αυτό το βράδυ ψάχνω δρόμο
να φτάσω μέχρι την πληγή
έχοντας στον δεξί μου ώμο
τον Χάρο να με καρτερεί
---------------------
Είμαστε οι άνθρωποι σταγόνες
που πέσαμε απ’ τον ουρανό
κι αν δεν χαθούμε στην πορεία
στην λάσπη και στην απορία
φτιάχνουμε ένα ποταμό
που αφήνει πίσω του μεγάλη Ιστορία
----------------------
26-01-2019 

Στην Άννα…


                    Στην Άννα…

Η Άννα το «φουγάρο»
ανάβει το τσιγάρο
γιατί θέλει να πνίξει τον πόνο που πονά·
βαθειά ανάσα παίρνει
στο δράμα που τη δέρνει
ο χρόνος μόνο μένει για να την συμπονά.
--------------
Η Άννα το «φουγάρο»
Κουβάλαγε ένα βάρος, βαρύ σαν την ζωή…
-------------
Η Άννα το «φουγάρο»
συνάντησε το Χάρο
και είπε να του δώσει κι αυτού μια ρουφηξιά·
είχε περάσει τόσα
κι αυτή δεν ξέρει πόσα
κι έμαθε τι σημαίνει σκοτάδι και σκιά.

Μ.Ν. 23-12-2018

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ


Με αφορμή ένα «λιωμένο» ρολόι

ΩΔΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Ο Χρόνος είναι μόνος
τον κατακλύζει ο πόνος της ερημιάς
τρέχει για να προλάβει
κανείς μην τον «συλλάβει»
γιατί της γης οι σκλάβοι, της Λευτεριάς
θα νιώσουν τον αέρα 
που θα τους πάρει πέρα 
στα σύνορα της τρέλας και της αποκοτιάς.
----------------------------------
Του Χρόνου όποιος ξεφύγει
πίσω πια δεν γυρίζει ποτέ στο παρελθόν
το μέλλον δεν θα φτάσει
να τον «παραμυθιάσει»
κι ότι απομένει να ‘χει, θα είναι το Παρόν.

31-10-2018 Μ.Ν.

Τα χαϊκού του Facebook


Τα χαϊκού του Facebook

Ο Μίτος
Χθες βράδυ, τις μικρές ώρες που κυριαρχούν τα όνειρα, με πυροβόλησαν στο στήθος. Ποιοι και γιατί, άγνωστο. Βρέθηκα να αιωρούμαι πάνω από το σώμα μου. Πόνος κανείς. Μόνο για μια στιγμή σκέφτηκα την αναστάτωση που θα προκαλούνταν σ’ αυτούς που έμεναν πίσω…
Άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά προς τα πάνω σαν μια πυγολαμπίδα. Αμέσως ήρθε δίπλα μου στην ίδια μορφή να με προϋπαντήσει ο αδερφός μου. Κατάλαβα πως ήταν αυτός, χωρίς να μιλήσουμε. Μου μετάδωσε αισθήματα εμπιστοσύνης και χαλαρότητας. Κανένας φόβος.
(Μπορεί για όλα αυτά να φταίει η Αριάδνη που δεν μου έδωσε, τόσες μέρες τώρα, ένα μίτο, να μπορέσω να βγω από τον Λαβύρινθο που έχω μπει.)
5-4-2018
H μύγα του Δεκέμβρη
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, από το παράθυρο που άνοιξε για μια στιγμή. Την είδε πως δεν πετούσε με κείνη τη ζωηράδα που έχουν συνήθως.
Πήγε και κάθισε κάτω ακριβώς από το αναμμένο πορτατίφ. Σκέφτηκε πως ίσως αποζητούσε τη ζέστη της λάμπας, μια που έξω το κρύο ήταν αρκετό κι αυτή είχε επιζήσει, πέρα απ' όσο η φύση της όριζε. Την παρατηρούσε καθώς περπατούσε αργά πάνω στο γραφείο σε κύκλους.
Κι ύστερα, απλώς σταμάτησε να κινείται. Πέταξε μακριά, στον μυγιένιο παράδεισο, αφήνοντας πίσω τα φτερά της ασάλευτα...Ένας κόμπος του ανέβηκε στο λαιμό...
30-11-2017

Μάννα είναι
το πράσινο σαπούνι κι οι λεμονανθοί στη μύτη σου
η άφοβη παράδοση σου στον ύπνο της ποδιάς της
το σταύρωμα του μαξιλαριού σου πριν τον ύπνο
το δροσερό πανί με ξύδι στο μέτωπο του πυρετού σου
η τσίπα από το βρασμένο γάλα στον τζισβέ
το ζεστό κουλούρι από το φούρνο με τα ξύλα
τα καλιτσούνια και τα τσιγαριστά μάραθα
η γεμάτη αγάπη ματιά της στην πλάτη σου
η μεγάλη αγκαλιά σε κάθε επιστροφή σου
Και τώρα που έμεινα μόνος: 
η συνεχώς παρούσα μνήμη της Απουσίας Της
14-5-2017

ΠΑΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ…
Όξω είχενε κρυγιώτη. Μα και μέσα κρυγιώτη είχενε. Εκτός από το μέρος απού ‘τανε η παραστιά. Πια πολλή ζέστη στον αχεριώνα είχενε. Θες τ’ άχερα, θες η αναπνιά του γαϊδάρου και των αιγώ, έλεγες πώς να! θα κάμεις έτσε το λίχνο να φέξεις στη γωνιά και θα δεις το Χριστό νεογέννητο με τ’ αγγελάκια να πετούνε από πάνω ντου.
Οι γυναίκες εκαθαρίζανε, εφουρνίζανε, κάνανε καλιτσούνια, οι άντρες ζεστένανε στο τζισβέ ρακί με μέλι, να πιούνε, να ζεσταθούν τα σωθικά ντως.
Τα κοπέλια εγυρίζανε στα σοκάκια λέγοντας τα κάλαντα, γεμίζοντας τις τσέπες τους σταφίδες, καρύδια, ξερά κιοφτέρια και που καμιά πεντάρα γη δεκάρα. Ανε τως ετύχαινε να σφάζουνε και κάνα χοίρο: -Ε, μπάρμπα, τη φούσκα! τη φούσκα! Δώσε μας τηνε!
Το βράδυ μετά το φαί στο σοφρά, η μάνα καθάριζε το λαμπόγυαλο από τη καπνιά να φέγγει καλά, ο πατέρας έπαιρνε το «Ευαγγέλιο» από τη ντολάπα –μέρα που ‘ταν, ξεχωριστή- κι αρχίνιζε να διαβάζει συλλαβιστά:
Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν•
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν•
και των Αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη…
Έτσα λογιώς εμπερδευτήκανε μέσα μου η Παναγία με την Αρετούσα κι ο έρωντας με την αγιότητα, καθώς μ’ έπαιρνε ο ύπνος, βράδυ Χριστουγέννω, στη ποδιά τσι μάννας μου…Κι ας μην εγάτεχα τι ακριβώς σημαίνουν. Μα εψυχανεμιζόμουνα…
24-12-2016

Εφύγαν οι γι αθρώποι.
Χωριό. Εφύγαν οι γι αθρώποι. Άλλος μακριά, άλλος πιο μακριά. Για χρόνια πολλά. Μα η νοσταλγία τους ξαναφέρνει πίσω. Νεουρκέζοι, Ροδίτες, Αθηναίοι...Γυρίζουν τάχα για να μαζώξουν τις ελιές.. Ψώματα! Για να γενούνε πάλι κοπέλια, γι' αυτό γυρνούν.
Πίνουν κρασί, πίνουν ρακή και χορένε, όπως εχορεύανε και εγλεντούσανε οι γονέοι κι οι παππούδες ντως. Παίζουνε τσι μεγάλους για λίγες μέρες, μέχρι που η ανάγκη τους κάνει να ξαναφύγουνε...Άλλος μακριά, άλλος πιο μακριά.
Κι εκεί στα μακριά, δεν παίζουν πια τσι μεγάλους. ΕΙΝΑΙ μεγάλοι. Κι αυτό είναι φορτίο μεγάλο.. Γι' αυτό και περιμένουνε πότε θα ξαναγυρίσουνε..Έτσα 'ναι ο κόσμος φτιαγμένος: εκπνοή, εισπνοή, αναχώρηση, επιστροφή...
17-1-2016

Δυό γραμμές για το Σταύρο που έφυγε
Μια ζωή Κορφή – Καβούσα. Με ξέρανε όλοι οι τρόχαλοι κι γι’ αγκουτσάκοι. Πόσους γουβάδες νερό δεν έσυρα από το πηγάιδι για να ποτίσω τα ζα και τα βούγια.
Κι όντενε περνούσα από ντο Κόλυμπο κι από το Κακασόλι με το αμάξι γη με τα πόδια και συναντούσα χωριανούς, σήκωνα ψηλά τη χέρα και χαιρετούσα. Όχι πολλά-πολλά. Υπήρξα μονήρης, δεν λέω. Κι απόμακρος. Είχα μάθει να θέτω πάνω σε μπάλες άχερα παρά στο κρεβάτι. Είχα μια περηφάνια και μιαν αυτοσυγκράτηση. Ποιος ξέρει, από πού τα κληρονόμησα. Η ζωή δεν μου στάθηκε και τόσο. Μα ‘χα ένα καλό θάνατο τουλάχιστον. Έφυγα στον ύπνο μου, όπως κοιμόμουνα ανάσκελα, έχοντας τη χέρα μου κάτω από τη κεφαλή μου. Το μόνο που ένιωσα, ένα κάψιμο στο στήθος κι ύστερα άρχισα να ανεβαίνω προς τα πάνω , πέρασα μέσα από τη στέγη του σπιθιού, είδα τα βούγια να κοίτουνται και αφού έριξα μια μαθιά πέρα στο χωριό, τράβηξα ανάλαφρος προς τα πάνω να ενωθώ με το θαμπό φως των άστρων…
20-10-2015
Εντροπία
Μεταβάλλεται εντός μου ο ρυθμός του κόσμου...Αντιστέκομαι σθεναρώς. Υποχρεώνω το σώμα σε εξαντλητική άσκηση ώστε να αντέξει την εσωτερική πτώση που ήδη έχει αρχίσει...
Περιμένω την έκβαση της μάχης, αν και είναι βέβαιη η νίκη της Εντροπίας. Παρ' όλα αυτά δεν αποστρέφω το πρόσωπον μου απ' εμού.
Εκμεταλλεύομαι τον καιρό που απομένει για να κλάψω, να θρηνήσω, να πενθήσω κι έτσι μετά, ας μ' εύρει άδειο η ήττα...
15-8-2015

Πρωινός Περίπατος
Σήμερα το πρωί έφυγα από το χωριό κι επήγα στη "Τζαμπέλα", ανηφόρα καλή, σε κάνει να λαχανιάζεις στην αρχή, μέχρι να συνηθίσεις για να κάνω τι λες; να μαζέψω τα πρώτα σύκα, δροσερά ακόμη, δεν τα 'χε κτυπήσει ο ήλιος, πια καλά κι από το μέλι...τα τρως ολόκληρα με τη φλούδα.
Ύστερα εμάζωξα και μερικά γινωμένα απίδια από την διπλανή απιδιά, ε ας κρατώ να δώσω και στις γειτόνισσες, έκοψα και μερικές φούντες κλαδί για την αίγα...
Κατέβηκα από κάτω στον Αη Γιώργη, άναψα ένα κερί στη χάρη ντου κι ήπια δροσερό νερό από την παλιά πηγή που 'περνε το χωριό νερό στα παιδικάτα μου και που χρόνια τώρα έχει εγκαταλειφθεί στο έλεος Του...
Όοοοοχι βρε χαζά, μη ζηλεύετε, απλώς "ξέχασα" να βάλω εισαγωγικά στα παραπάνω λόγια. Δεν είναι δικιά μου η περιγραφή, είναι της αδελφής μου, εγώ είμαι εδώ μαζί σας, στον καύσωνα, μπροστά στον "αγαπημένο μου υπολογιστή" κι απλώς σας μεταφέρω τα λόγια της, όχι δεν μ' έπιασε βαθειά νοσταλγία γι' αυτά τα "ασήμαντα", τι; παιδιά είμαστε τώρα; 
(μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου...)
31-7-2015
Συντρίμματα
Ψηλά. Χαμηλά. Έρεβος. Πέφτω. Πετώ. Ανιών. Προσπάθεια. Ζάλη. Τα νύχια σκίζουν τα μάγουλα. Ζωή. Θάνατος, θάνατος, θάνατος. Λέει, να ελπίζω. Σε τι; Όλα είναι αέρας…
Σώμα. Εγώ. Κι αυτό, το σώμα. Τόσο σοφό. Του τρελού μυαλού, όλα τα υπομένει. Όλα τα υποφέρει. Παλλόμενο χώμα. Μάτια που κλείνουν. Μηχανή απολαύσεων. Και πόνου…
Μουσική. Αχ, μουσική. Ταξίδι. Ευαισθησία. Ήχοι. Οι φθόγγοι της ακοής. Ζωοποιοί. Χειμαρρώδης. Και στο τέλος η αγία Λύπη. Πάντα ήμουν με τους αδύναμους. Πως αλλιώς Μάνα…
2-8-2014
Του Νίκου
"Έζησα πάνω από ενενήντα χρόνια, αντικρίζοντας κάθε πρωί που ξυπνούσα τον Αϊ Γιάννη, τον Αϊ Γιώργη και του Χαρκιά το Λάκο...
Έσκαψα με τη σκαλίδα και με τη σκαφτική τη μηχανή αμπέλια και κρεβατίνες...Κουβάλησα τσουβάλια σταφίδες, μάζεψα τόνους ελιές, έσπειρα, θέρισα, κλάδεψα, δόξα τω θεώ! 
Και τα βράδια, έγραψα χιλιάδες σελίδες, καπνίζοντας χιλιάδες τσιγάρα, με γράμματα καλλιτεχνικά που καμάρωνα γι αυτά...
Οι διαδρομές μου από το Σταυρό στο Λιμνάκι κι από κει στη Ψαρή και στα Βαθιά Στενά, στο Κάραβο και στη Ρουσά...
Ήμουνα και κυνηγός καλός: Με τον τσιφτέ μου εσκότωσα λαγούς πολλούς και πέρδικες, μα είχα και καλά κουλούκια για βοήθεια..
Απόκτησα παιδιά και εγγόνια κι είπα πως αφού περάσανε πάνω από ενενήντα χρόνια, καιρός μου είναι πια να ξεκουραστώ..."
Στο Νικολή που έφυγε...στην Αριστέα που έμεινε να τον θυμάται...
10-12-2012

Free Blog Counter