manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

ΠΑΓΩΤΟ ΞΥΛΑΚΙ

Χθες πήγα με την κόρη μου στο περίπτερο να της πάρω παγωτό. Είχε πολλή ζέστη και σκέφτηκα να πάρω κι εγώ ένα για να δροσιστώ. Περίμενα να πάρει πρώτα εκείνη, καθώς είχε να επιλέξει ανάμεσα σε 25 διαφορετικά είδη: με φράουλα, με μπισκότα, σε κυπελλάκι, σε πύραυλο, με αμύγδαλα, με σιρόπι, με καραμέλα κ.λ.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς την έβλεπα αναποφάσιστη, μου ήρθε φλας μπακ μια εικόνα, τότε που ήμουν 8 χρόνων. Ήταν μια κυριακάτικη καλοκαιριάτικη μέρα, ντάλα μεσημέρι, έσκαγε ο τζίτζικας και βρισκόμουν στο πατρικό μου στο χωριό με τους γονείς μου. Μόλις είχαμε τελειώσει το φαγητό όταν ακούστηκε ο ήχος του τρίκυκλου από τον αμαξωτό και μια φωνή:
-Παγωτά ! παγωτά ! Εδώ τα καλά παγωτά! Κοίταξα τη μάνα μου με λαχτάρα, ύστερα τον πατέρα μου, αλλά που να μιλήσω. Ήξερα πως λεφτά δεν είχαμε ούτε για τα βασικά, όχι για πολυτέλειες, όπως ήταν ένα παγωτό. Εξάλλου κι άλλες φορές περνούσε ο παγωτατζής, και παρακαλούσα τη μάνα μου να μου πάρει ένα παγωτό αλλά η μόνιμη επωδός της ήταν: -Δεν έχουμε λεφτά παιδάκι μου, δεν έχουμε! Και σκούπιζε τη σφάκα από τα χείλη της με την μπόλια που φορούσε στο κεφάλι. Μόνο μια φορά μου έδωσε ένα αυγό που το έδωσα στον παγωτατζή και μου ‘δωσε μια κρέμα ξυλάκι. Έκανε και τέτοιες ανταλλαγές. Έπαιρνε αντί για λεφτά αυγά, τα οποία πουλούσε μετά στην πόλη.
Εκείνη την ημέρα όμως έτυχε να είναι κι ο πατέρας μου στο σπίτι, οπότε που να τολμήσω να σκεφτώ καν ότι θέλω παγωτό. Γίνονται θαύματα; Κι όμως γίνονται ! Όταν είσαι 8 χρόνων στη μέση του πουθενά, σ’ ένα χωριό που δεν το χε ούτε ο χάρτης, σ’ ένα σπίτι που η φτώχεια το είχε για ανάκτορο της, κι ακούς ξαφνικά τον πατέρα σου να σου λέει: -Να πάρε μιάμιση δραχμή και τρέχα να πάρεις ένα παγωτό σοκολάτα, τι άλλο παρά θαύμα είναι αυτό;
Πετάχτηκα επάνω σαν ελατήριο πήρα τα λεφτά κι έτρεξα έξω να προλάβω. Ευτυχώς ο παγωτατζής είχε σταματήσει λίγο πιο κάτω. – Ένα παγωτό Σ-Ο-Κ-Ο-Λ-Α-Τ-Α είπα και του έδωσα τη μιάμιση δραχμή. Άνοιξε το στρογγυλό καπάκι, έβαλε το χέρι μέσα στο στρογγυλό κουτί που είχε γύρω-γύρω πάγο, έβγαλε ένα παγωτό και μου το ‘δωσε. Το πήρα, πήγα παραδίπλα, έσκισα με προσοχή το χάρτινο περιτύλιγμα και το ‘βαλα στη τσέπη μου. Θα το ‘δειχνα μετά στα άλλα παιδιά της γειτονιάς για να με πιστέψουν, όταν θα τους έλεγα ότι πήρα παγωτό ΣΟΚΟΛΑΤΑ.
Πήρα να το γλείφω με προσοχή, σαν να μεταλάβαινα. Η σοκολάτα έσπαγε σε κομματάκια καθώς το δάγκωνα και πλημμύριζε το στόμα. Η κρέμα: Ά η κρέμα! Κι αυτή λευκή σαν σύννεφο, αιθέρια. Κράτησε ώρα η μυσταγωγία αυτή. Ώσπου το παγωτό τελείωσε, αλλά εγώ συνέχισα να γλείφω το ξυλάκι για πολύ ακόμα…
-Μπαμπά ποιο να πάρω; Έχω μπερδευτεί, άκουσα την κόρη μου να με ρωτάει, επαναφέροντας με στο παρόν.
-Ξυλάκι σοκολάτα της απάντησα αμέσως, είναι το καλύτερο…
-Εσύ τι θα πάρεις; με ρωτάει.
-Τίποτα. Άσε καλύτερα, παχαίνει.
Δεν ήθελα εκείνη την ώρα να της πω, πως δεν μου ‘κανε καρδιά, εγώ να τρώω παγωτό και ένα οκτάχρονο αγόρι να στέκει δίπλα μου -τι δίπλα μου δηλαδή, μέσα μου ήθελα να πω- με κοντό παντελονάκι, σκισμένα παπούτσια, με μια θλιμμένη αλλά αξιοπρεπή ματιά να με κοιτάζει χωρίς να μπορώ να του πω:
-Να πάρε κι εσύ, διάλεξε όποιο παγωτό σου αρέσει, πάρε δύο, τρία, τι τρία, δέκα, πάρε όσα θες…

Free Blog Counter