manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Παρασκευή, Μαρτίου 31, 2006

ΑΘΕΑΤΗ ΠΤΗΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Θα ‘μουν δεν θα ‘μουν δέκα χρόνων κι ήταν Οκτώβρης του '69. Ζούσα κι ανέπνεα σ' ένα μικρό ορεινό χωριό της κεντρικής Κρήτης. Ένα χωριό όλα πέτρα, λίγα δέντρα, ελιές και αμπέλια στις πλαγιές, μ' ανέμους να το μάχονται τις μακριές νύχτες του χειμώνα κι ένα σκληρό λευκό φως ν' αντανακλά τα μεσημέρια του καλοκαιριού __αχ αυτά τα μεσημέρια τα γεμάτα σιωπή, ζέστη και άπνοια με μόνο το άκουσμα των τζιτζικιών στον ορίζοντα κι εμείς πέντε-έξι γειτονόπουλα με κοντά μπαλωμένα παντελονάκια, άσπρα φανελάκια, ξυπόλητα, ακροπατώντας να το σκάμε από τα κρεβάτια μας χωρίς να μας πάρουν είδηση, με προορισμό την γεμάτα μούρα μουριά της Ανέτας, γριάς μάγισσας, πού ήταν ο φόβος κι ο τρόμος μας.
Ανεβαίναμε με δεξιοτεχνία στο δένδρο για να φάμε τα μεγάλα ώριμα μούρα, κλέφτες εμείς της τροφής των πουλιών, προσέχοντας να μην πέσει κανένα πάνω στα ρούχα μας και βάψουν γιατί αλίμονο μας.
Οι τελευταίες λοιπόν μέρες εκείνου του καλοκαιριού, πριν από τον Οκτώβρη, ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής μου, τι λέω, οι πιο γλυκές και άγιες! Κι όχι να πείτε για κάποιο σπουδαίο λόγο, εξ άλλου τώρα που "μεγάλωσα" έχω μάθει πλέον πως η ευτυχία κι η χαρά είναι κατάσταση ύπαρξης και όχι συνέπεια κάποιων αιτίων. Τότε όμως δεν τα γνώριζα όλα αυτά κι ούτε που χρειάζονταν βέβαια, μια που τα ζούσα και τα ένιωθα! Κι αυτό τα περιέκλειε όλα.
Καλύτερα να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τον Ιούλιο μια εξαδέλφη μου, 'σόκαιρη με μένα, είχε πάει σε κάποιους συγγενείς της στην Αθήνα για διακοπές κι επέστρεψε μέσα Αυγούστου φέρνοντας μαζί της δεκάδες τεύχη Μίκυ-Μάους κι άλλα τόσα Μικρό Ήρωα.
Εγώ από την άλλη, κάθε απομεσήμερο περπατούσα ίσα με μισή ώρα δρόμο έξω από το χωριό, πάνω στους λόφους, όπου από το πρωί πήγαινα τις τρεις κατσίκες κι ένα κατσικάκι που είχαμε. Τις έλυνα, τύλιγα το σχοινί γύρω από την κοιλιά τους για να μην μπερδεύεται στις πέτρες και τις άφηνα ελεύθερες για να βοσκήσουν.
Το μόνο που έκανα ήταν να βρίσκω ένα ψηλό βράχο, συνήθως λείο και πλατύ, όπου καθόμουν κι αγνάντευα γύρω ώστε σε περίπτωση που κάποια από τις κατσίκες απομακρυνόταν, πετούσα με τέχνη μια-δυο πέτρες προς το μέρος της, αναγκάζοντας την να επιστρέψει στην περιοχή που έλεγχα. Αυτό γινόταν μέχρι να δύσει ο ήλιος και μετά τραβώντας τις από τα σχοινιά επέστρεφα στο σπίτι το απόβραδο.
Αυτές λοιπόν οι τρεις-τέσσερις ώρες του απογεύματος δεν ήταν ώρες μοναξιάς και απομόνωσης, αντίθετα ήταν ώρες χαράς κι ευδαιμονίας, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Απλώς καθόμουνα κι απολάμβανα! Πολλές φορές ξάπλωνα ανάσκελα πάνω στην ζεστή πέτρα και παρατηρούσα τα σύννεφα που σχημάτιζαν στο πέρασμα τους διάφορες μορφές, όπως πρόσωπα γιγάντων, ελέφαντες ή καλπάζοντα άτια τα οποία πολύ γρήγορα μετασχηματίζονταν σε γέροντες με γενειάδα ή σε γάζα λευκή.
Άλλοτε ενώ ήμουν έτσι ξαπλωμένος, έβαζα τις παλάμες μου δεξιά και αριστερά από τα μάτια μου σαν παρωπίδες για να μην βλέπω τα δένδρα και συγκέντρωνα το βλέμμα μου στο απέραντο γαλάζιο. Φανταζόμουνα τότε πως ο ουρανός δεν βρισκόταν από πάνω μου αλλά από κάτω, όπως δηλαδή νόμιζα πως θα ήταν αν ξάπλωνε κανείς στον νότιο πόλο και ατένιζε τα άστρα. Άρχιζα έτσι σιγά-σιγά να "ξεκολλάω" από τον βράχο και να "πέφτω" στο κενό.
Για μια στιγμή μ' έπιανε ένας τρόμος βαθύς καθώς ανέπτυσσα ταχύτητα, αλλά πολύ γρήγορα αυτός εξαφανιζόταν καθώς την έλεγχα, κάνοντας το "σώμα" μου να ακινητοποιείται και στρέφοντας το "πρόσωπό" μου προς τα "πάνω" παρατηρούσα τα δέντρα από ψηλά, τους λόφους ως πέρα μακριά, τις κατσίκες να βόσκουν αμέριμνες και μένα, πάνω στην πέτρα.
Πλημμύριζα τότε με ένα αίσθημα γλυκό κι ανείπωτο καθώς ένιωθα ότι όλα γύρω μου εξέπεμπαν αγάπη, όλα ήταν αγάπη! Αυτό διαρκούσε αρκετή ώρα γιατί όταν "επέστρεφα" η σκιά των δένδρων ήταν μεγαλύτερη από πριν. Σηκωνόμουνα τότε και άρχιζα να τρέχω γύρω-γύρω, αγκάλιαζα το κατσικάκι μου και το φιλούσα ή κοιτούσα τον ήλιο που έδυε, νιώθοντας πως όλα γύρω μου ήταν ένα!
Άλλες φορές έβρισκα καμιά φωλιά μυρμηγκιών και τότε ξάπλωνα πρηνηδόν παρατηρώντας τα να μεταφέρουν σ' αυτήν με κόπο άχυρα και σπόρους μέσα από τα καθαρά μονοπάτια τους κι άλλες πάλι παρατηρούσα κάποια σαύρα που καθόταν στον ήλιο για να ζεσταθεί.
Τα τελευταία απομεσήμερα του Αυγούστου τα πέρασα πάνω στον ζεστό βράχο που σας περιέγραψα, διαβάζοντας τα Μίκυ-Μάους και τους Μικρούς Ήρωες που είχε φέρει η εξαδέλφη μου. Θεέ μου τη γλύκα ήταν αυτή! Τι ονόματα παράξενα, τι ιστορίες θαυμάσιες! Χιούι, Λιούι, Ντιούι, Ντόναλντ, Κύρος Γρανάζης, εδώ τον ενθουσιασμό μπορούσες να τον "κόψεις" με μαχαίρι! Κι από την άλλη; Γιώργος Θαλάσσης-το παιδί φάντασμα, η Κατερίνα, ο Σπίθας, η ελληνική σημαία κι οι κακοί Γερμανοί. Βυθιζόμουνα τελείως μέσα σ' αυτά κι ο χρόνος γινόταν Άχρονος, έπαυε η επιρροή του πάνω μου κι ήταν σαν να "περνούσε χρόνος πολύς μέσα σε λίγην ώρα"!
Έκτοτε βέβαια όντως πέρασε. Κοντά είκοσι δύο χρόνια. Κι απόκτησε ξανά την εξουσία του πάνω μου, στριμώχνοντας με πότε στην γωνία του "τι έγινε" κι άλλοτε στην γωνία του "τι θα γίνει" κι αυτό είχε σαν συνέπεια να μου ξεγλιστράει το Παρόν μέσα από τα χέρια μου, που αλλιώς ονομάζεται "το να περπατάς στον δρόμο της απόλαυσης."
Έτσι πολλές φορές "έχασα το μέτρο μου, έχασα την ουσία και τράβηξα τον δρόμο μου προς την απελπισία." Τότε όμως στα δέκα μου περπατούσα ακόμα με μεγάλα, απαλά βήματα, για να μην "πονάει" ο θεός αφού βρισκόταν παντού και επομένως και στο χώμα που πατούσα.
Κι ήρθαν οι δροσερές ημέρες του Σεπτέμβρη και εγώ πήγαινα πια κάθε πρωί στο σχολείο ενώ τα χελιδόνια σπάθιζαν τον αέρα, προετοιμαζόμενα για το μεγάλο ταξίδι τους στις χώρες της άνοιξης.
Στο σπίτι μου εν τω μεταξύ κάτι συνέβαινε γιατί έβλεπα μερικές φορές την μητέρα μου να κουβεντιάζει κρυφά πότε με την μία θεία μου και πότε με την άλλη, οι οποίες μόλις με αντιλαμβάνονταν σταματούσαν την κουβέντα απότομα.
Μια μέρα με φώναξε ο πατέρας μου και με σοβαρό και συγκινημένο βλέμμα μου ανακοίνωσε πως αποφάσισε να φύγουμε για την Αθήνα γιατί " Εδώ παιδί μου δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα, εκεί θα δουλέψω σκληρά για να ζήσουμε καλύτερα, θα πας και συ στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα, να μην παιδεύεσαι σαν εμένα και την μάνα σου που είμαστε σαν κούτσουρα απελέκητα...".
Εμένα βέβαια εκείνη την ώρα το νέο αυτό δεν με στενοχώρησε ιδιαίτερα, αντίθετα μάλιστα θα ‘λεγα ότι με ενθουσίασε η ιδέα ότι θα πηγαίναμε να ζήσουμε στην Αθήνα. Στην Αθήνα που δεν είχα πάει ποτέ και μου φάνταζε παραμυθένια, μια πόλη μεγάλη όπου δεν υπήρχαν χωματόδρομοι ούτε πέτρες- αυτό βέβαια με προβλημάτισε, πώς έπαιζαν πετροπόλεμο τα παιδιά;- όπου είχαν φώτα ηλεκτρικά μέσα στα σπίτια και έξω στους δρόμους σε αντίθεση με μας που είχαμε λάμπες πετρελαίου και το φτωχό φως των λύχνων να φέγγει τα όνειρα μας τις νύχτες.
Δεν ήξερα όμως πόσο συναισθηματικά δεμένος ήμουνα με τους ανθρώπους, τα ζώα και τα πράγματα. Το ένιωσα την μέρα που φεύγαμε. Πήγα στο σχολείο μου να αποχαιρετήσω κι είδα τον δάσκαλο μου που τόσο ντρεπόμουν και φοβόμουν να δακρύζει όταν του φίλησα το χέρι κι ύστερα, όταν άρχισα να χαιρετώ έναν-έναν τους συμμαθητές μου, με έπιασαν τα δάκρυα. Δάκρυα μ' αναφιλητά, ο κόσμος θόλωσε και μια τρύπα γεμάτη πόνο άνοιξε ακριβώς πάνω από το στομάχι μου, στο ηλιακό πλέγμα. Δεν αποχαιρέτησα όλους τους συμμαθητές μου. Ρουφώντας την μύτη μου και σκουπίζοντας με το μανίκι τα δάκρυα, έτρεξα έξω από το σχολείο και σαν υπνωτισμένος μπήκα στο αγοραίο ταξί που θα μας πήγαινε στο καράβι το Άνοστο...Η μητέρα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει αλλά αυτό επέτεινε την συγκίνηση μου ενώ η κούρσα ξεκινούσε σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης, αφήνοντας πίσω δακρυσμένους συγγενείς που μας αποχαιρετούσαν με σηκωμένα τα χέρια.
Δεν θάxαμε διανύσει ούτε πεντακόσια μέτρα όταν αντίκρισα στην απέναντι πλευρά του δρόμου τον χασάπη να τραβά το κατσικάκι μου από το σχοινί, πηγαίνοντας το για σφάξιμο, ενώ εκείνο έχοντας μυρίσει την μυρωδιά του αίματος που αυτός εξέπεμπε, αρνιόταν να προχωρήσει και βέλαζε σπαρακτικά. Εμένα τότε σαν αστραπή μου πέρασαν από την σκέψη οι ώρες που περάσαμε μαζί όλο το καλοκαίρι, τότε που πηδούσε όλο χάρη σκαρφαλώνοντας στις πέτρες κι εγώ έτρεχα από πίσω του παίζοντας κυνηγητό μαζί του...
Τότε η τρύπα στο στομάχι μου άρχισε να μεγαλώνει όλο και περισσότερο γεμίζοντας με πόνο κι απόγνωση ενώ ένιωθα τον αέρα να λιγοστεύει...Και ξαφνικά έφυγα πάλι από το σώμα μου, βγήκα έξω από το αυτοκίνητο και άρχισα να παρακολουθώ από ψηλά ο,τι συνέβαινε ενώ ταυτόχρονα ο πόνος εξαφανίστηκε και την θέση του κατέλαβε εκείνο το ανείπωτο αίσθημα της πληρότητας και γαλήνης, ενώ διέκρινα καθαρά πώς τα πάντα εξέπεμπαν αγάπη άσχετα αν το αισθάνονταν ή όχι! Απλώς ήταν μέρος της φύσης τους...
Από τότε πέρασαν χρόνια κι αυτό το πέταγμα δεν επαναλήφθηκε ποτέ ξανά παρ' όλο πού πολλές φορές το προσπάθησα. Μου έμεινε όμως εκείνη η τρύπα στο ηλιακό πλέγμα, η οποία μετασχηματίστηκε σε ένα πολύ ευαίσθητο δέκτη των πιο λεπτών συναισθημάτων, κι αυτό θαρρώ πως είναι κέρδος μεγάλο...

Free Blog Counter