manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2010

ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΕΙ ΚΑΥΣΩΝΑ (;)

*από σχόλια που έκανα στο Ημερολόγιο του Καύσωνα του Ν. Δήμου http://doncat.blogspot.com/2007/06/blog-post_23.html

Σήμερα έχει καύσωνα…έτσι διατυμπανίζουν όλα τα μέσα ενημέρωσης, με τόση λύσσα που θες δεν θες αρχίζεις να πανικοβάλλεσαι… Σου δημιουργούν ένας άγχος, μιαν αγωνία λες και επέρχεται το τέλος του κόσμου.

Κι όμως…

Σκέψου λέει να είναι Αύγουστος με 35ο υπό σκιάν και συ δώδεκα, δεκατριών, δεκατεσσάρων, να κουβαλάς τα κοφίνια με τα σταφύλια, δυο-δυο στους ώμους και ν’ ανεβαίνεις μιαν ανηφόρα με 10ο κλίση και περίπου 200 μέτρα απόσταση, να τα αδειάζεις και με άδεια τα κοφίνια να παίρνεις τον κατήφορο για να επαναλάβεις το ίδιο μέχρι να δύσει ο ήλιος…
Όμως ή πιο μαρτυρική στιγμή ήταν μετά το διάλειμμα που κάναμε το μεσημέρι, όπου τρώγαμε και μετά ξαπλώναμε για καμιά ώρα κάτω από τη σκιά κάποιας ελιάς…
Όταν σηκωνόμασταν για ν’ αρχίσουμε να κουβαλάμε πάλι κι ένιωθες «να ψήνεται ο τόπος» γύρω σου και το κορμί σου να πονάει παντού από το πιάσιμο, χρειαζόταν στ’ αλήθεια μεγάλη ψυχική αντοχή για να τα καταφέρεις..
Θυμάμαι ακόμη ένα ξάδερφο μου, μεγαλύτερο από μένα, να γυρνάει κάποια στιγμή στο ουρανό και να φωνάζει:
- Ά ρε κερατά Ήλιε και δεν έκανες ποτές σου εργάτης, αλλιώς θα σου ‘λεγα εγώ πόσο γρήγορα θα βασίλευες!
Έτσι σήμερα που βρίσκομαι στο σπίτι μου κι έχει όντως πολλή ζέστη, από την μια ζεσταίνομαι, από την άλλη πάλι όχι…

Και λέω όχι γιατί:
Σκέψου λέει να ‘ναι Ιούλιος, κάψα ανυπόφορη, «να μην κουνιέται φύλλο», να είσαι 11 χρόνων και να κάθεσαι πάνω σε μια πέτρα που είναι τοποθετημένη πάνω σε μια τάβλα που έχει πριονάκια από κάτω και είναι δεμένη πίσω από ένα γαϊδούρι που την σέρνει γύρω-γύρω σ’ ένα αλώνι γεμάτο στάχυα… Και να πρέπει να τραβάς τα σκοινιά του γαϊδάρου κάθε λίγο και λιγάκι για να προχωράει γύρω-γύρω και να μην σταματάει για να τρώει τα στάχυα..
Αν όμως θες να νιώσεις πραγματικά πως είναι να ζεσταίνεσαι και να υποφέρεις απ’ αυτό, σκέψου πως έχει τελειώσει το αλώνισμα και το λίχνισμα και σου φορτώνουν τον γάιδαρο με 4 τσουβάλια γεμάτα με άχυρα, δεμένα με σπάγκο και σου λένε να τα πας στο χωριό –εσύ περπατώντας πίσω από το γάιδαρο-να τα ξεφορτώσεις, να τα αδειάσεις στον αχυρώνα, να πάρεις τα άδεια τσουβάλια και καβάλα πλέον –άρχοντας δηλαδή- να επιστρέψεις στο αλώνι για να επαναλάβεις το ίδιο μέχρι το βράδυ.

Απ’ όλη αυτή την διαδικασία η χειρότερη στιγμή είναι όταν φτάνεις στο σπίτι ιδρωμένος, μούσκεμα, τραβάς τον γάιδαρο δίπλα από το πεζούλι για να ανέβεις επάνω και να φτάσεις να λύσεις τα τσουβάλια από το σαμάρι –γιατί 11 χρονών δεν…- να τα σύρεις μετά ένα-ένα μέχρι τον αχυρώνα να κόψεις τον σπάγκο που ήταν δεμένα για να τα ανοίξεις, να τα πιάσεις από τις δύο κάτω γωνίες, να τα τραβήξεις με δύναμη, απότομα, χτυπώντας στο πλάι με τα γόνατα για να χυθούν τα άχυρα στο πάτωμα και ΝΑ ΕΙΣΠΝΕΕΙΣ όλη την σκόνη που αιωρείται κι όση περισσεύει να κολλάει στο λαιμό σου, στα χέρια σου, στο στήθος, στις μασχάλες, παντού.. και ν’ αρχίζει αυτή η βασανιστική φαγούρα, όπου ιδρώτας και σκόνη από άχυρα έχουν γίνει ένας μαύρος χυλός και σχηματίζουν γραμμές-γραμμές όπως οι πτυχώσεις του δέρματος…

Όμως:
Σκέψου πάλι συνθήκες καύσωνα –αληθινού καύσωνα, όχι γιαλαντζί, να βρίσκεσαι έξω και να σε χτυπά ο ήλιος κατακούτελα και όχι μέσα σε κάποιο διαμέρισμα προστατευμένος-, να ‘ναι Αύγουστος, τρύγος, να είσαι δεκάξι, να φορτώνεις τον γάιδαρο τέσσερα-τέσσερα τα κοφίνια με τα σταφύλια από το αμπέλι και μέσα από ένα μονοπάτι να διανύεις μιαν απόσταση περίπου επτακοσίων μέτρων ανηφόρας, να φτάνεις, να τα ξεφορτώνεις, να τα αδειάζεις, να τα φορτώνεις πάλι άδεια αυτή την φορά κι εσύ καβάλα να επιστρέφεις, για να επαναλάβεις το ίδιο όλη μέρα. Ανιαρό, κοπιαστικό, ιδίως όταν φτάνεις στο τέλος της ανηφόρας με την γλώσσα έξω σαν τα σκυλιά…

Κι όμως Όχι!

Αν έχεις ανακαλύψει τον Έρμαν Έσσε και τον Καζαντζάκη, τότε όλη αυτή η ταλαιπωρία είναι για σένα παιχνίδι! Πώς; Φορτώνεις τα γεμάτα σταφύλια κοφίνια στον γάιδαρο, τον οδηγείς μέχρι την αρχή του μονοπατιού, μετά τον βάζεις μπροστά, εσύ πας από πίσω του, με το αριστερό χέρι πιάνεις την ουρά του και με το δεξί κρατάς το «Τα παιδικά χρόνια του Ντέμιαν» ή τον «Λύκο της Στέπας» ή τον «Σιντάρτα» ή τον «Καπετάν Μιχάλη» ή τον «Τελευταίο Πειρασμό» ή τον «Φτωχούλη του Θεού»…

Έχοντας λοιπόν σαν «οδηγό» την ουρά του γαϊδάρου αρχίζεις να περπατάς διαβάζοντας. Στην αρχή τα πράγματα είναι δύσκολα. Όλο σκοντάφτεις, παραπατάς, καμιά φορά πέφτεις και χτυπάς κανένα γόνατο αλλά…

ΑΝ επιμείνεις μετά από την δεύτερη–τρίτη φορά το ΣΩΜΑ σου μαθαίνει το μονοπάτι, τα πόδια σου «βλέπουν» από μόνα τους τα εμπόδια, τις πέτρες, τα σκαλοπάτια και τις λακκούβες του μονοπατιού κι έτσι –με την βοήθεια της ουράς του γαϊδάρου πάντα- δεν σκοντάφτεις, δεν παραπατάς και ΑΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ πλέον συγκεντρώνεσαι στο Διάβασμα και …χάνεσαι.!

Δεν είσαι πια ένα παιδί που περπατάει κάτω από τον καυτό ήλιο, απόγονος του Σίσυφου, δεν νιώθεις κούραση ούτε ζέστη αλλά Αγαλλίαση!

Έχω διαβάσει αρκετά βιβλία στη ζωή μου. Την απόλαυση όμως που ένιωσα διαβάζοντας αυτά τα βιβλία με τον συγκεκριμένο τρόπο δεν την ξανάνιωσα ποτέ…
Έτσι επανερχόμενος στο παρόν και στον σημερινό «καύσωνα», παρατηρώ τους γύρω μου να δυσφορούν, κι εγώ ζεσταίνομαι πολύ δε λέω, αλλά όμως δεν δυσανασχετώ γιατί τελικά είναι αλήθεια αυτό που είπε ο ποιητής:

« Ο καθείς με τα όπλα του*» που στην συγκεκριμένη περίσταση μπορεί να ειπωθεί και:

« Ο καθείς με τις μνήμες του…»

* Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί

Free Blog Counter