manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Πέμπτη, Απριλίου 06, 2006

Συνάντηση με τον Ελ Γκρέκο εν αγνοία μου

- Ξύπνα παιδί μου, ξύπνα!
Τα οκτάχρονα βλέφαρα μου αρνούνται ν’ ανοίξουν τέσσερις τα ξημερώματα, δεν έχουν συνηθίσει άλλωστε, μόνο καμιά φορά όταν ψήνονταν από τον πυρετό για να δουν την γλυκιά μορφή της μάνας μου, για να ξανακλείσουν ήσυχα στην παρουσία της…
- Ξύπνα παιδί μου, ξύπνα! Είναι ώρα να φύγουμε!
Είναι η στιβαρή, αυστηρή –ή μήπως μου φάνηκε τρυφερή; - φωνή του πατέρα μου, που με βγάζει από το βαθύ ύπνο. (Κλαίω κι οδύρομαι κι οικτίρω τον εαυτό μου πατέρα, που δεν σου είπα ποτέ όσο ζούσες, ότι κατάλαβα τότε πριν από 35 χρόνια, τέσσερις τα ξημερώματα, πως πίσω από το αυστηρό σου πρόσωπο ένιωσα μεταξύ ύπνου και ξύπνου να σπάει η φωνή σου καθώς με ξυπνούσες, φανερώνοντας όλη την τρυφεράδα σου, που είχες επιμελώς μάθει να κρύβεις βαθιά μέσα σου).
Πετάγομαι αμέσως όρθιος σαν ελατήριο, χωρίς καλά-καλά να χω διαβεί από την χώρα των ονείρων στην χώρα της πραγματικότητας. Πότε πλύθηκα, πότε ντύθηκα ούτε που το κατάλαβα. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός μου, τόση μεγάλη η χαρά μου που θα πήγαινα με τον πατέρα μου στο Φόδελε – απίστευτο!
Το πρώτο μου ταξίδι έξω από το χωριό μου, τέσσερις ώρες δρόμο με το γάιδαρο μας – το «μας» προσδίδει στον γάιδαρο την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας, υστερούσε μόνο στο ότι δεν μιλούσε, είχε όμως αυτήν την ιώβειο υπομονή κι αυτά τα θλιμμένα μάτια που έκαιγαν την παιδική ψυχή μου κι εξακολουθούν…- στο Φόδελε, χωριό σπουδαίο γιατί είχε ποτάμι, στο Φόδελε, χωριό ονειρικό γιατί ήταν κτισμένο δίπλα στην θάλασσα κι ήταν ποτάμι και θάλασσα πράγματα που δεν είχα δει ποτέ μου μέχρι τότε. Κι ήταν τόση η ανυπομονησία μου να τα δω, πράγματα μυθικά μέσα στο μυαλό μου, πως γίνεται σκεφτόμουν να είναι τόσο νερό μαζεμένο, όταν εμείς στο χωριό μου δεν είχαμε παρά μια βρύση όλη κι όλη κι αυτή στέρευε τα καλοκαίρια, αναγκάζοντας μας να ψάχνουμε τις πολύτιμες σταγόνες του σε πηγάδια απόμακρα, για να δροσίσουμε τις φλεγόμενες μέρες μας.
Ήταν ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης. Πότε σαμάρωσε τον γάιδαρο ο πατέρας μου, πότε ανέβηκε στο σαμάρι κι εγώ στα καπούλια του, πότε με φίλησε και με σταύρωσε η μάνα μου – Να προσέχετε! Στο καλό! – ούτε που το κατάλαβα.
Πήραμε τον κατήφορο. Το μονοπάτι στενό και κακοτράχαλο. Έκανε ψύχρα κι ήταν ακόμη σκοτεινά. Για μια στιγμή, περνώντας ανάμεσα από κάτι μεγάλα δένδρα που θρόιζαν, πήγε να με καταλάβει ο φόβος. Η παρουσία όμως του πατέρα μου και το ρυθμικό βήμα του γαϊδάρου τον απομάκρυναν αμέσως. Χρόνια αργότερα, όταν ο φόβος επέστρεψε ξανά μ’ άλλη προβιά ντυμένος, δεν υπήρχε πλέον η πατρική παρουσία ούτε το ρυθμικό και ήρεμο εκείνο βήμα του γαϊδάρου μας να με συντροφεύουν, κι έτσι εξηγείται πως βρήκε χώρο κι έκανε κατοχή το μέσα μου…
Περάσαμε από μέρη γνωστά στην αρχή, άγνωστα αργότερα, σιγά-σιγά άρχισε να ροδίζει η αυγή, τα πουλιά πετάγονταν ξαφνιασμένα μέσα από τα σχοίνα και τους θάμνους καθώς περνούσαμε δίπλα τους, μέλισσες βούιζαν πετώντας από λουλούδι σε λουλούδι, τα σπαρτά κυμάτιζαν στο πρωινό αεράκι, ήταν χαρά Θεού, και εμένα η οκτάχρονη καρδούλα μου φτερούγιζε και σπαρταρούσε από την χαρά της!
Και ξαφνικά, σε μια στροφή του μονοπατιού, προβάλουν εμπρός μας τα άσπρα σπίτια του Φόδελε μέσα σε ένα καταπράσινο κάμπο, γεμάτο πορτοκαλιές, λεμονιές, μανταρινιές, νερά να τρέχουν παντού, έτσι θα πρέπει να ήταν -σκέφτομαι τώρα- η γη της Χαναάν.
Μα, τι είναι αυτό το μπλε που κυματίζει με τα λευκά μικρά συννεφάκια εδώ κι εκεί, πίσω μακριά στον ορίζοντα;
- Βλέπεις; Να αυτή είναι η θάλασσα, ακούω τη φωνή του πατέρα μου, να μου λέει., δίνοντας απάντηση στην απορία μου.
- Ά! Ναι. Κι όλο αυτό είναι νερό;
- Ναι, βέβαια, κι είναι γεμάτο ψάρια!
- Και γιατί έχει μπλε χρώμα;
- Εεε…, γιατί είναι πολύ, γι’ αυτό.
Δεν κατάλαβα την απάντηση, αλλά έκανα πως κατάλαβα.
- Και πως δεν χύνεται μες στον κάμπο να πλημμυρίσει;
- Αυτό δεν γίνεται, γιατί η θάλασσα είναι πιο χαμηλά από τον κάμπο, γι’ αυτό.
Έκανα πως κατάλαβα πάλι, παρ’ όλο που έβλεπα την θάλασσα να ’ναι πιο ψηλά από τον κάμπο, τόσο ψηλά μάλιστα που η άκρη της ενώνονταν με τον ουρανό.
Μετά από λίγην ώρα μπήκαμε μέσα στο χωριό και φτάσαμε στο σπίτι κάποιων συγγενών μας που εγώ δεν είχα γνωρίσει ποτέ, όμως αυτοί όλο χαρά μας υποδέχθηκαν κι άρχισαν τα κεράσματα. Για αρκετή ώρα πιάσανε την κουβέντα με τον πατέρα μου ρωτώντας να μάθουν τι κάνει ο ένας, τι κάνει ο άλλος, για όλο το χωριό ρωτούσαν:
- Α! πέθανε ο κακομοίρης ο Παντελής, θεός σχωρέστον!
- Τι; παντρεύτηκε η κόρη της Ελένης; μη μου πεις…κι είναι καλός ο γαμπρός ή…
- Μα αλήθεια είναι πως γύρισε ο Γιώργης της Ελένης από την Αμερική κι έφερε λέει τσουβάλια τα δολάρια και γέμισε την ποδιά της μάνας του κι αυτή έκλαιγε και του φιλούσε τα χέρια;
Κάποια στιγμή δεν άντεξα και τράβηξα τον πατέρα μου από το μανίκι.
- Τι θες παιδί μου;
- Πότε θα πάμε στον ποταμό; ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Α, ξεχαστήκαμε μωρέ παιδιά με την κουβέντα είπαν όλοι, δίκιο έχει το κοπέλι, αντέστε να πάμε τώρα που ’ναι δροσιά ακόμη και τα λέμε και στο δρόμο.
Μετά από ολιγόλεπτη πορεία φθάσαμε στο περιβόλι. Και τι περιβόλι! Το ποτάμι να τρέχει δίπλα ορμητικό, οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές ολάνθιστες και κατάφορτες με λεμόνια και πορτοκάλια που μοσχομύριζαν, ένα μεθυστικό άρωμα ήταν διάχυτο παντού κι εγώ βρισκόμουν σε έκσταση καθώς σκαρφάλωνα από το ένα δέντρο στο άλλο, κόβοντας ζουμερά λεμόνια και πορτοκάλια. Γρήγορα γεμίσαμε δυο μεγάλα κοφίνια κι από πάνω τ’ απογεμίσαμε με λεμονανθούς και φύλλα πορτοκαλιάς, τα φορτώσαμε στον γάιδαρο και τα σκεπάσαμε με χάσικα πανιά για να μείνουν δροσερά.
Κι ανάδυαν οι λευκοί λεμονανθοί μιαν αγιοσύνη και μιαν ιερότητα -έτσι ένιωθα- γιατί μ’ αυτούς θα στόλιζαν οι κοπέλες του χωριού μας τον επιτάφιο την επαύριον που ’ταν Μεγάλη Παρασκευή. Κι ήταν αυτός ο κύριος λόγος του ταξιδιού μας, οι λεμονανθοί, γι αυτό και είχαμε πάρει και την ευχή του παπά του χωριού μας κι ήταν τιμή μας που θα φέρναμε σε πέρας μια τέτοια αποστολή. Ήταν αυτό λοιπόν ένα ταξίδι–προσκύνημα σαν αυτά που κάνανε κάποιοι θεοσεβούμενοι στα Ιεροσόλυμα και γίνονταν χατζήδες, ένας τίτλος σεβασμού και εκτίμησης.
Γυρίσαμε στο σπίτι των συγγενών μας όπου μας έκαναν το τραπέζι προσφέροντας μας αγκινάρες, λούπινα κι ελιές αφού όλοι νήστευαν και πίνοντας ρακές, οι μεγάλοι βέβαια.
Είχε περάσει πια το μεσημέρι όταν ο πατέρας μου είπε πως έπρεπε να πηγαίνουμε γιατί είχαμε δρόμο μπροστά μας. Χαιρετήσαμε και φιλήσαμε όλους τους συγγενείς και τους γείτονες, οι οποίοι μας ξεπροβόδισαν μέχρι έξω από την αυλή του σπιτιού λέγοντας:
- Καλή Ανάσταση! Όλα δεξιά!
- Ο θεός να δώσει να ’μαστε και του χρόνου γεροί να ξανασμίξουμε!
- Η Παναγιά μαζί σας!
Πήραμε τον μονοπάτι της επιστροφής, εγώ ανεβασμένος στο σαμάρι κι ο πατέρας μου περπατώντας, μια που ήταν βαρύ το φορτίο πλέον για τον.
Το ήρεμο και ρυθμικό βήμα του γαïδάρου, ο ήλιος που ήταν ψηλά ακόμη και ζάλιζε και το ότι είχα ξυπνήσει χαράματα, συνέτειναν στο να με πάρει πάνω στο σαμάρι σιγά-σιγά ο ύπνος, ένας ύπνος γλυκός, ζεστός κι ευωδιαστός. και να που ξαφνικά βρέθηκα στον κήπο της Γεσθημανής. Κι ήταν ίδιος κι απαράλλακτος με το περβόλι δίπλα στο ποτάμι, μόνο που τώρα ήμουν εγώ εκεί, μόνος, μαζί με τον Χριστό, και περπατούσαμε δίπλα-δίπλα χωρίς να μιλάμε, όλοι οι άλλοι είχαν μείνει πίσω, μόνο σ’ εμένα επέτρεψε να τον ακολουθήσω, ήμουν ο αγαπημένος του μαθητής κι ήταν ο αγαπημένος μου Δάσκαλος, κι ήταν η καρδιά μου γεμάτη θλίψη κι αγωνία.
- Κύριε, Κύριε, πρέπει να φύγουμε γρήγορα Κύριε, όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι στρατιώτες να σε πιάσουν, θα σε σταυρώσουν Κύριε!
- Ναι, όμως θ’ αναστηθώ, έτσι δεν είναι; μου απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο, χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά.
- Ναι Κύριε, θ’ αναστηθείς, μα πόσοι αλήθεια θα το πιστέψουν;
- Ντέ! Ίσα! μ’ έβγαλε από το όνειρο η φωνή του πατέρα μου που μιλούσε στον γάιδαρο, τραβώντας τον από το χαλινάρι για ν’ ανέβει μιαν απότομη ανηφόρα.
- Μπαμπά, μπαμπά, είδα στ’ όνειρο μου τον Χριστό! φώναξα, χωρίς ακόμη να ‘χει φύγει η γλυκιά αναστάτωση που με κατείχε .
- ‘Ε, είναι αγνή η ψυχή σου παιδί μου γι’ αυτό, είπε ο πατέρας μου κάνοντας τον σταυρό του μουρμουρίζοντας: - Δόξα σοι Κύριε, δόξα Σοι!
Είχαμε φτάσει εν τω μεταξύ, σε μια στροφή του μονοπατιού από όπου μετά, ο όγκος των βουνών παρεμβάλλονταν, κρύβοντας όλη την θέα προς την θάλασσα. Γύρισα πίσω, κοιτάζοντας την για τελευταία φορά να λάμπει στον ιριδίζοντα ορίζοντα.
Σαν αστραπή τότε, μου πέρασε από το μυαλό πως θα μπορούσα να περπατήσω πάνω στα κύματα για να ‘ρθω να σε συναντήσω στην βάρκα σου Κύριε, χωρίς να βουλιάξω όπως ο Πέτρος, γιατί η πίστη μου εκείνη την στιγμή ήταν πολλή μεγαλύτερη από τον απαιτούμενο κόκκο συνάπεως.
Δυστυχώς για μένα, σήμερα, δεν διαθέτω πλέον ούτε κι αυτόν…

Free Blog Counter