manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Σάββατο, Μαΐου 13, 2006

ΜΑΝΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

Χωριό. Φτώχεια. Πολλή. Αυτός είναι ο μικρός της. Το στερνοπούλι της. Η άγκυρα της. Αυτός που θα της έδινε ένα ποτήρι νερό στα στερνά της. Έτσι του έλεγε…
Κι ανάποδα. Εκείνη είναι η μάνα. Η μάνα του. Το λιμάνι του. Η Αγκαλιά. Η μυρωδιά της αγκαλιάς της (πράσινο σαπούνι και λεμονανθοί). Το φουστάνι της, που το κρατούσε σφικτά για να κάνει τα πρώτα του βήματα.
Σχεδόν πενήντα χρόνια πριν. Τα θυμάται. Όλα τα θυμάται. Πως βύζαινε. Πως μύριζε το γάλα. Την αίσθηση της ρόγας. Το χρώμα της. Πως τον έπαιρνε ο ύπνος μετά, καθώς εκείνη τον νανούριζε. Πως ξενυχτούσε δίπλα του στους πυρετούς του. Πως του χάιδευε τα μαλλιά του. Με το χέρι της. Το άγιο χέρι. Το τρυφερό της χέρι…
Νερό. Τα χρόνια. Σαν νερό. Σαν αστραπή. Πέρασαν. Αυτός στην πόλη. Για να σπουδάσει. Να μορφωθεί. Να ξεφύγει από την μιζέρια. Εκείνη πίσω. Στο χωριό. Αγράμματη. Αλλά σοφή. Άξια. Ικανή. Να περιμένει. Να υπομένει. Να καρτερεί…
Νερό. Τα χρόνια. Σαν νερό. Σαν αστραπή. Πέρασαν. Αυτός στην πόλη. Σπουδαίος. Ήθελε να την πάρει μαζί του. Να την προσέχει. Να της δώσει ένα ποτήρι νερό στα στερνά της. Όπως του ‘λεγε. Εκείνη όμως πια δεν ήθελε, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει αλλού πάρεξ στο σπίτι της. Που να πάει; Στην πόλη; Σ’ ένα κλουβί;
Έτσι την επισκέπτονταν. Στην αρχή συχνά. Μετά υποχρεώσεις πολλές. Πιο αραιά. Και κάθε φορά τον καλωσόριζε: «Ήρθε το στερνοπούλι μου να με δει!». Κι αυτός την έπαιρνε αγκαλιά, την σήκωνε ψηλά σαν πούπουλο -πως είχε μικρύνει έτσι, μια σταλιά- κι αυτή τον γέμιζε φιλιά!
Ώσπου μια φορά που πήγε να την δει, δεν τον αποκάλεσε στερνοπούλι. Αλλά πατέρα. Κι ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά του. Είχε γίνει μικρό παιδί. Κι όλο πατέρα τον έλεγε. Αλτσχάιμερ. Κι αυτός ανίκανος να την βοηθήσει. Στην αρχή. Ώσπου κατάλαβε…
Την επισκέπτονταν συχνά. Πολύ συχνά. Την έπαιρνε αγκαλιά και την νανούριζε. Γλυκά… πολύ γλυκά…Τα λόγια του ‘ρχονταν αυθόρμητα. Όπως τον νανούριζε εκείνη πριν μιαν αιωνιότητα ή σαν χθες…

Μάνα μου, μανουλίτσα μου κι αγαπημένη μάνα
Θυμάμαι τη ζεστή αγκαλιά και τα γλυκά φιλιά σου
Τα τρυφερά τα χάδια σου, στην παιδική ψυχή μου!
Εκεί που υπήρχε μόνο φως, καθόλου το σκοτάδι
Γιατί ’ταν η αγάπη σου που φώτιζε τα πάντα.

Και τώρα μάνα μου γλυκιά, μάνα μου λατρεμένη
Σε βρίσκω να ’σαι ανήμπορη, με λογικά χαμένα…
Να κυνηγάς φαντάσματα, τις παιδικές σου μνήμες…
Σπαράζω κι όμως δεν μπορώ να σε γυρίσω πίσω.

Το μόνο που μ’ απόμεινε να σου προσφέρω μάνα
Είναι τα δυο τα χέρια μου, σφικτά να σ’ αγκαλιάσω
Να σου χαϊδέψω τα μαλλιά, να σε παρηγορήσω
Να γύρεις το κεφάλι σου και να σε πάρει ο Ύπνος…

Free Blog Counter