Τυχαίες …Συμπτώσεις
*Στον Πατέρα
Χίλια εννιακόσια τριάντα οκτώ. Σ’ ένα στρατόπεδο έξω από τις
Σέρρες. Ο ένας, ο Α., στρατιώτης απ’ την Κρήτη πρόσεχε τα κτήνη (μουλάρια,
άλογα ) της μονάδας. Κάτι σαν πρακτικός κτηνίατρος, μια που στο χωριό του ήταν
βοσκάκι στα όρη και ήξερε από ζώα, οπότε τον όρισαν υπεύθυνο. Ήταν δε καλός
στην δουλειά αυτή κι έτσι πολλοί από τα γύρω χωριά όταν είχαν κάποιο πρόβλημα
με τα μουλάρια, τ’ άλογα ή τα γαϊδούρια τους, ιδιαίτερα όταν είχαν κακή γέννα,
πήγαιναν στον διοικητή του στρατοπέδου και τον παρακαλούσαν ν’ αφήσει τον
Κρητικό στρατιώτη να πάει να τους βοηθήσει. Γιατί τότε τα ζώα ήταν πολύτιμα κι
αν ψοφούσε κάποιο ήταν μεγάλη απώλεια.
Ο διοικητής έτυχε να ναι καλός κι έδινε την άδεια, οπότε ο
Κρητικός στρατιώτης μετά από κάνα δυο
δύσκολες γέννες, όπου είχε βοηθήσει τα ζώα, είχε αποκτήσει φήμη στα γύρω χωριά.
Ήταν και γλεντζές, ήταν και καλός στην παρέα κι έτσι οι χωρικοί που βοηθούσε
και τον ταΐζανε αλλά και του δίνανε άλλος δεκάρικο άλλος εικοσάρικο κι έτσι όχι
μόνο έβγαζε τα τσιγάρα του, αλλά του περίσσευαν κιόλας.
Ο άλλος στρατιώτης, Ηπειρώτης, Γιώργης τ’ όνομα του, φτωχός
κι αυτός, δεν είχε στον ήλιο μοίρα, μόνο μια μάνα χήρα, που τον περίμενε να
γυρίσει…Και ταίριαξαν. Γίνανε φίλοι κι έλεγε ο ένας τον πόνο του στον άλλο,
καπνίζοντας κι οι δυο από τα τσιγάρα του Κρητικού…
Ώσπου μια μέρα, ο λοχαγός ενημέρωσε τον Ηπειρώτη πως η μάνα
του πέθανε. Τον είδε ο Κρητικός, κλαμένο.
–Τι έχεις; του λέει.
–Πέθανε η μάννα μου και πρέπει να πάω να την θάψω, αλλά δεν
έχω φράγκο. Κι ούτε μια κάσα από τάβλες δεν μπορώ να πάρω για να τη βάλω μέσα…
Έβγαλε τότε ο Κρητικός από την τσέπη του 150 δραχμές –ότι
είχε και δεν είχε- και του τις έδωσε.
–Πάρε να πας να θάψεις τη μάννα σου κι άναψε κι ένα κερί από
μένα στη μνήμη της.
Κλαίγοντας έσκυψε και του φιλούσε τα χέρια.
- Ο Θεός να σου δώσει χίλια καλά…
Χίλια εννιακόσια εξήντα τρία. Στον Πειραιά. Ο ένας, ο
Κρητικός, περπατά στο δρόμο σκεφτικός, στενοχωρημένος. Είναι μέρες που
βρίσκεται εδώ. Έχει έρθει από το χωριό του μαζί με την γυναίκα του που είχε
κάποια προβλήματα υγείας και την έφερε
στο Νοσοκομείο για εξετάσεις. Στην αρχή νόμιζαν ότι θα τελειώσουν σε δυο τρεις
μέρες, οι γιατροί θα τους έδιναν τα φάρμακα που χρειάζονταν και θα γυρνούσαν
πίσω στο σπίτι τους που τους περίμεναν τα πέντε παιδιά τους, ο γάιδαρος, οι
κατσίκες κι ο σκύλος…
Στην αρχή έμενε σ’ ένα ξάδερφο του στην Καλλιθέα, μετά βρήκε
ένα ξενοδοχείο όγδοης κατηγορίας στον Πειραιά αλλά οι μέρες ήταν πολύ
περισσότερες από ότι υπολόγιζε ότι θα έμεναν
και τα λίγα λεφτά που είχε μαζί του, εξανεμίστηκαν.
Όπως περπατάει λοιπόν, φτάνει έξω από ένα
ζαχαροπλαστείο-καφενείο. Έχει τραπεζάκια μέσα και έξω, στο πεζοδρόμιο.
Κοντοστέκεται και κοιτάζει μέσα από τη βιτρίνα. Τον έπιασε η μυρωδιά του καφέ
και της κανέλλας που έχουν περιχύσει πάνω από τους ζεστούς λουκουμάδες με μέλι
που βγάζουν εκείνη τη στιγμή. Βάζει ενστικτωδώς το χέρι στην τσέπη και
ψαχουλεύει. Συνειδητοποιεί –όχι πως το ‘χε ξεχάσει- πως έχει μόνο 15 δραχμές.
Κι έχει να πληρώσει το ξενοδοχείο – ο θεός να το κάνει ξενοδοχείο- και τα
εισιτήρια του καραβιού. Και δεν φτάνουν… και ποιόν να βρει να του δανείσει -ο
ξάδερφος ούτε κουβέντα, που να τα βρει κι αυτός-. Κι άντε και έβρισκε κάποιον
να τον δανείσει. Πως θα του τα επέστρεφε, που κι αυτά που είχε ξοδέψει μέχρι
τώρα, δανεικά τα είχε πάρει από κάποιους
συγγενείς από το χωριό…
Έτσι η σκέψη που για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του –να
κάτσει δηλαδή και να παραγγείλει ένα πιάτο ζεστούς λουκουμάδες με μέλι, και
κανέλλα παρακαλώ, μ’ ένα ποτήρι νερό παγωμένο, κι ύστερα κι ένα καφέ σε χοντρό
φλιτζάνι, όπως του άρεσε να τον πίνει, έσβησε μεμιάς κι έκανε στροφή για να
συνεχίσει το δρόμο του προς το νοσοκομείο.
Εκείνη την ώρα στη πόρτα του ζαχαροπλαστείου φάνηκε ο
ταμίας, ένας χοντρός, φαλακρός, που όση ώρα ο Κρητικός κοίταζε τη βιτρίνα,
αυτός τον παρακολουθούσε από μέσα, από την καρέκλα του ταμείου που κάθονταν.
- Γεια σου κουμπάρε, που πας; Ο Κρητικός ξαφνιάστηκε και
γύρισε πίσω.
- Πάω στο νοσοκομείο που έχω τη γυναίκα μου
- Έ κάτσε να πιεις ένα καφέ, πρώτα.
- Φχαριστώ κουμπάρε, μα δεν έχω απάνω μου λεφτά τούτη την
ώρα…
- Έ, δεν πειράζει. Ένα καφέ μπορούμε να τον κεράσουμε.
Κι έτσι έκατσε σ’ ένα τραπεζάκι. Και τον σέρβιραν καφέ και
διπλή μερίδα λουκουμάδες κι ο χοντρός και φαλακρός κάθισε μαζί του και πιάσανε
κουβέντα. Και στη κουβέντα απάνω του τα ‘πε όλα: Πως δεν είχε τα λεφτά για να
πληρώσει το ξενοδοχείο κι ούτε τα εισιτήρια για το καράβι. Κι όταν τον ρώτησε ο
χοντρός και φαλακρός πόσα περίπου χρειάζονταν για όλα αυτά, αυτός του είπε πως
είχε υπολογίσει ότι γύρω στις 150 δραχμές ήταν αρκετές, χωρίς βέβαια να
υπολογίσει μέσα σ’ αυτά και τα φάρμακα που θα τους έγραφαν οι γιατροί… Κι όπως
του τα ‘λεγε όλα αυτά, είδε το χοντρό και φαλακρό να κλαίει και να σκουπίζει τα
δάκρυα του με την άσπρη ποδιά που φορούσε. Κι ύστερα τον είδε που σηκώθηκε και
πήγε στο ταμείο το άνοιξε, πήρε πέντε ολόκληρα κατοστάρικα κι ήρθε πάλι στο
τραπεζάκι που κάθονταν.
-Να πάρε να κάνεις τη δουλειά σου του είπε.. Και κάθε πρωί
μέχρι να φύγεις θα ‘ρχεσαι εδώ να πίνεις τον καφέ σου, να τρως και τους
λουκουμάδες σου…
Ο ένας, ο Κρητικός τα έχασε.
- Κουμπάρε είναι πολλά τα λεφτά που μου δίνεις, πως θα στα
ξεπληρώσω; Δεν έχω παρά τη ταυτότητα μου να σ’ αφήσω για εγγύηση…
- Κοίταξε με καλά του είπε ο άλλος. Δεν σου θυμίζω τίποτα;
Έχω βέβαια παχύνει, πέσανε και τα μαλλιά μου αλλά..
- Γιώργη, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ;!
- Ναι Α., εγώ είμαι! Μόλις σε είδα μέσα από τη βιτρίνα του
μαγαζιού σε γνώρισα. Γιατί πάντα μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια δεν σε ξέχασα και
σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να σε βρω, για να σου ξεπληρώσω το καλό που μου
κανες… Τα τόσα τσιγάρα που μου έδωσες, μα και τα λεφτά για ν’ αγοράσω τη κάσα
της μάνας μου. Έτσι λοιπόν δεν μου χρωστάς τίποτα. Εγώ σου χρωστάω!
Για πολύ καιρό τα γκαρσόνια κι οι λίγοι πελάτες που βρίσκονταν εκείνο το πρωί στο ζαχαροπλαστείο-καφενείο θυμούνταν κι οι ίδιοι με συγκίνηση, δυο άντρες, να σηκώνονται από το τραπέζι που κάθονταν και δακρυσμένοι να αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλον…