manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Τρίτη, Αυγούστου 03, 2021

                 ΔΑΜΑΣΤΑ 1944

Δευτέρα μέρα ήτονε, εικοσιμιά τ’ Αυγούστου

πρωί-πρωί αχάραγα κι οι άθρωποι κοιμούνταν

οντέ ν’ εκούσανε φωνές, χτυπήματα τσι πόρτες

και όλοι εξεσμιλώθηκαν: Μα ήντα μπρέ συμβαίνει;

Ήταν οι σκύλοι οι Γερμανοί που χτύπαγαν τσι πόρτες…

Εδιατάξα τζι λοιπόν, νέους, παιδιά και γέρους

να βγούνε στον αμαξωτό κι έκεια να μαζωχτούνε.

Κι αρχίσαν να διαλέγουνε τσι πια καλούς τσι άντρες

και όλοι εθαρούσανε πως ήθελα τσι πάρουν

να πάνε για να κάνουνε καμία αγγαρεία.

Τριάντα νέους διάλεξαν, τριάντα παλικάρια

κι ανάμεσα τους ήτονε κι ο μπάρμπας μου ο Μανώλης

απού ‘χε αρραβωνιαστεί την θειά μου την Ελένη 

και ήταν ο πρωτότοκος από οκτώ αδέρφια.

Μόλις τ’ αντιλαμβάνεται ο μπάρμπας μου ο Χαρίτος

γλακά στον επικεφαλής και τον παρακαλάει:

Κάνει ντου με νοήματα ν΄αφήσει τον Μανώλη

πως έχει τάχα «πίκολο», να πάρουνε εκείνο.

-Ράους! φωνιάζει ο φρουρός και βάνει τον με τσ’ άλλους

και λέει τ’ άλλου μπάρμπα μου να βγει από τον κύκλο.

(Ο μπάρμπας μου ο Χαρίδημος ήτανε παλικάρι

άντρας απ’ τσι καλά καλούς και με περίσσια χάρη

Ήταν τριάντα δυό χρονώ κι όλοι τον αγαπούσαν

και για την καλοσύνη ντου όλοι τονε τιμούσαν)

Εβάλα τζι με απειλές εις το καμιόνι απάνω

κι όλοι αναρωτιούντανε που τάχα να τσι πάνε.

Όπως και αποδείχτηκε, το ‘χαν προσχεδιάσει

κι οντέ νε φτάξαν στη στροφή που ‘ναι το Κερατίδι

εστέσανε το φορτηγό και τες τσι βγάλαν όξω

και με φωνές και με σπρωξές τσι βάλαν στο λαγγούφι.

Δεξά-ζερβά τσι δυό πλαγιές είχανε πολυβόλα

κι αρχίσαν να τους ρίχνουνε και τσι σκοτώσαν όλους…

Τόσα να χρόνια πέρασαν, τόσα να χρόνια πάνε..

Εξήντα χρόνων γίνηκα μ’ ακόμη το θυμούμαι

να μου δηγάται η μάνα μου τούτη την ιστορία

καβάλα η στο γάιδαρο και γω εις τα καπούλια

κάθα φορά που πιέναμε στο κάμπο τσι Δαμάστας

να κλαίει, να μοιρολογά κι εγώ να συγκινούμαι…

Οι άθρωποι ποθένουνε μόνο σα τσι ξεχνούμε,

κι εγώ απού ‘μαι πια μικιός κι απ’ τσι μικιούς ακόμη,

γράφω η τα ονόματα των αδικοχαμένω

να τσι θυμάται ο κάθα εις, να τωνε ξεμιστεύγει:

Ήτανε δυό Κουντούρηδες και ένας Παπαδάκης,

Έξε Σαρρήδες –μάνα μου!- κι ο Νίκος ο Περάκης.

ήταν ο Κλίνης ο Γιωργής και τρεις: Κουγιουμουτζάκης,

του Στρατηδάκη οι δύο γιοί και δυό: Νικολουδάκης.

Τρεις ήτανε Τριγώνιδες και δυό ήταν: Μαυράκης,

δυό και οι Μαντουφάρηδες και δυό: Κρουσανιωτάκης.

Ήτανε δυό Λιαδάκηδες κι ο Γιώργης ο Μαρούσης

Τον Θρήνο των μανάδων τους, καλιά να μην ακούσεις…


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

Free Blog Counter