manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Τρίτη, Ιανουαρίου 01, 2013

Η Ζωή του Π.


Τριακοστή πρώτη του Δεκέμβρη 2012. Ο Π. ξύπνησε κατά τις δέκα το πρωί, όπως έκανε τους τελευταίους μήνες.
 Έκανε προσπάθεια να σηκωθεί. Ο πονοκέφαλος ήταν εκεί, παρών από χθες το βράδυ, όπως και η πίκρα στο στόμα. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο κι έριξε το παγωμένο νερό στα μούτρα του.
Θυμήθηκε ότι σαν σήμερα κλείνει δυο χρόνια χωρίς δουλειά. Στην αρχή το πάλεψε με επιμονή και πείσμα.
–Εμένα δεν θα με πάρει από κάτω, έλεγε στον εαυτό του. Τι στο διάολο, ένα κορμί ολομόναχο είμαι, δεν μπορώ να το θρέψω;
Τον πρώτο μήνα έκανε αναγνωριστικές κινήσεις. Ήρθε σ’ επαφή με όλους τους γνωστούς του –φίλους δεν είχε, στα πενήντα του και μετά το θάνατο της μάνας του, που γιατροπόρευε για χρόνια, ανακάλυψε ξαφνικά ότι είχε αποκοπεί από τις παρέες του, όλοι οι φίλοι του είχαν παντρευτεί, είχαν παιδιά, υποχρεώσεις, που να τους βαρύνει τώρα, αποσύρθηκε λοιπόν «ανεπαισθήτως» απ’ τη ζωή τους κι αυτοί απ’ την δική του…-
Όλοι του εξέφραζαν την συμπάθεια τους, ότι σίγουρα κάτι θα βρεθεί, θα ‘χουν κι αυτοί το νου τους, να μην ανησυχεί…
Πέρασαν έτσι δώδεκα μήνες χωρίς να το καταλάβει. Κι ένα πρωί σηκώθηκε κι ανακάλυψε ότι τον είχε πάρει από κάτω. Όσο κι αν πίστευε πως η λογική του υπερτερούσε, το «γαμημένο» το σώμα του  έκανε του κεφαλιού του. Άρχισε να ‘χει κομμάρες, να τρέμει ολόκληρος λες κι είχε σαράντα πυρετό, τρομεροί πονοκέφαλοι τον κατάτρυχαν κι όταν πια δεν τ’ άντεξε όλα αυτά και πήγε μια νύχτα στο εφημερεύον νοσοκομείο, αφού τον εξέτασαν του είπαν ότι είχε υψηλή πίεση και αγχώδη διαταραχή και καλό ήταν να ηρεμήσει και να πάψει να στενοχωριέται, του ‘δωσαν και κάτι χάπια, ειδικά της πίεσης έπρεπε να τα παίρνει δια βίου.
Οι μέρες κι οι βδομάδες συνέχισαν να περνούν κι αυτός, παρ’ όλο που προσπαθούσε να ξεφύγει, να βρει ένα λόγο να ζει, σιγά-σιγά ένιωθε ότι βυθιζόταν σε μια νάρκη, φοβόταν ν’ αφεθεί στον ύπνο και μόνο κατά το χάραμα αποκοιμιόταν. Όταν ξυπνούσε ο πονοκέφαλος ήταν εκεί, όπως και πίκρα στο στόμα…
Σήμερα, παραμονή πρωτοχρονιάς αποφάσισε να πάει να δει στο σινεμά το έργο «Η Ζωή του Πι». Είχε διαβάσει το βιβλίο πριν από χρόνια, δεν θυμόταν τις λεπτομέρειες, θυμόταν όμως πόσο έμπνευση του ‘χε δώσει ο ήρωας με την θέληση του για ζωή. Διαβάζοντας λοιπόν πως γυρίστηκε σε ταινία σκέφτηκε να πάει να την δει, μπας και τον βοηθήσει λίγο να ξεκολλήσει από την μιζέρια του. Το πρώτο γράμμα του ονόματος του εξάλλου ήταν το Π. κι αυτό τον έκανε πιο επιρρεπή στο να ταυτισθεί με τον ήρωα του έργου.
Αποφάσισε να πάει στην πρώτη προβολή στις δωδεκάμισι το πρωί, στα ster cinemas. Ήθελε να είναι με όσο το δυνατόν λιγότερους μαζί, μια που τελευταία είχε αποκτήσει και μια αγοραφοβία κι από την άλλη ντρεπόταν λίγο να τον βλέπουν ολομόναχο κι αυτοί δυό-δυό ή παρέες ή με τα παιδιά τους, τι έκανε αυτός εκεί, ένας απόκληρος…
Χώθηκε στην αίθουσα στις δώδεκα και τριάντα ένα. Μόλις είχαν σβήσει τα φώτα. Για να μην τον δουν και να μην τους δει… Κάθισε σε μια καρέκλα, στον διάδρομο, πάντα καθόταν στον διάδρομο για να μπορεί να φύγει γρήγορα αν χρειασθεί, αν τον πιάσει εκείνο το σφίξιμο στο λαιμό και δεν μπορεί να ανασάνει.
Μετά από ένα λεπτό που συνήθισε στο σκοτάδι κοίταξε ένα γύρω και ανακάλυψε πως ήταν ο λ ο μ ό ν α χ ο ς μέσα στην αίθουσα. Ένιωσε ανακούφιση και ταυτόχρονα  μια ντροπή κι ένα παράπονο…
Άρχισε να παρακολουθεί την ταινία. Ήταν μια γλυκιά ταινία κι αφέθηκε να τον πάρει η ροή της. Παρακολουθούσε τον ήρωα να προσπαθεί να επιβιώσει ο λ ο μ ό ν α χ ο ς μέσα σε μια βάρκα στη μέση του ωκεανού μαζί με μια τίγρη κι αισθανόταν να ταυτίζεται απόλυτα μαζί του… Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς… Κι όταν άρχισε ο ήρωας να λέει: -Παραδίνομαι σε σένα Κύριε! Κάνε με ότι θες, πάρε με κοντά σου! Άρχισε κι αυτός -ένας άθεος- να ψιθυρίζει: -Παραδίνομαι σε σένα Κύριε! Βοήθησε με Κύριε! Βοήθησε με Κύριε! Βοήθησε με Κύριε! (τα μάτια του δυο βρυσούλες που έτρεχαν ασταμάτητα…)

Ένοιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος, σαν να τον έσφιγγε μια τεράστια τανάλια. Δεν κράτησε πολύ… τον βρήκε στο τέλος της προβολής της ταινίας, μια ταξιθέτρια, που μπήκε μέσα για να καθαρίσει. Είχε χαλαρώσει κι η ρυτίδα που είχε ανάμεσα στα φρύδια του, είχε εξαφανισθεί. Ένα χαμόγελο ήταν απλωμένο στο πρόσωπο του κι ας μην είχε ζωή επάνω του…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

Free Blog Counter