Η Άννα που αγάπησε πολύ τους ποιητές
Η Άννα ήταν μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. Είχε γραφείο σε μια επαρχιακή πόλη. Μπορείς να πεις πως ήταν επιτυχημένη στην δουλειά της. Ζούσε μόνη της. Από τότε που σκοτώθηκε ο σύντροφος της, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, δεν μπόρεσε να κάνει ένα μόνιμο δεσμό. Τα χρόνια πέρασαν ανεπαισθήτως, χωρίς να το καταλάβει, έχοντας για παρόν τις αναμνήσεις της και τώρα στα πενήντα της όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, βλέπει το σουλούπι και τις κινήσεις της μάνας της… Άρχισε δε να έχει τους ίδιους πόνους μ' αυτήν λες και ήταν αντίγραφο της και μάλιστα κακέκτυπο…
Η συντροφιά της, τα τελευταία χρόνια, ήταν τα βιβλία. Ενημερωνόταν για ότι κυκλοφορούσε μέσα από το internet και από τα ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων. Και βέβαια κάθε Σάββατο αφιέρωνε αρκετές ώρες σε κάποιο από τα τέσσερα – πέντε βιβλιοπωλεία της πόλης της, στα οποία την ήξεραν όλοι οι πωλητές, αφού ήταν η καλύτερη πελάτισσα. Επέλεγε ελληνική και ξένη λογοτεχνία, όχι βέβαια αυτά τα γλυκανάλατα, χωρίς ουσία που κυκλοφορούσαν τα τελευταία χρόνια και πουλούσαν σαν τρελά κι απ’ τα οποία αν είχες διαβάσει ένα, ήταν σαν να τα είχες διαβάσει όλα…
Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις αυτοβιογραφίες ανθρώπων που είχαν περάσει πολλά στην ζωή τους και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να γίνουν γνωστοί και σπουδαίοι μέσα από την δουλειά τους ή την τέχνη τους. Πολλές φορές είχε ξενυχτήσει διαβάζοντας τις περιπέτειες ανθρώπων που πέρασαν πείνα, κατοχή, αρρώστιες κι όλα τα δεινά και τελικά τα κατάφεραν. Αισθανόταν έναν ιδιαίτερο δεσμό μαζί τους, σχεδόν μια ταύτιση.
Όμως πάνω απ’ όλα είχε τους ποιητές. Στην πόλη της είχε μια Δημοτική βιβλιοθήκη την οποία επισκεπτόταν τακτικά. Ειδικά σε περίοδο εορτών όπως τα Χριστούγεννα κι την Πρωτοχρονιά ή το Πάσχα. Κάθε βιβλίο εκεί είχε μια θήκη στο εσωτερικό μέρος του οπισθόφυλλου, μέσα στην οποία βρισκόταν η κάρτα πάνω στην οποία γράφονταν τα στοιχεία του βιβλίου και οι ημερομηνίες δανεισμού και επιστροφής του απ’ όπου φαίνονταν πόσες φορές είχαν δανεισθεί κάποιοι το εν λόγω βιβλίο.
Η Άννα λοιπόν έψαχνε να βρει βιβλία που δεν τα είχε δανεισθεί κανένας…Είχε παρατηρήσει πως τα περισσότερα από αυτά ήταν ποιητικές συλλογές ελασσόνων ποιητών, πολλά από τα οποία είχαν εκδοθεί «ιδίοις αναλώμασιν». Την έπιανε μια ντροπή τότε, για λογαριασμό όλων των συμπολιτών της, που έδειχναν τέτοια αδιαφορία σ’ όλους αυτούς τους ποιητές… Φανταζόταν τους ποιητές να παιδεύονται να βρουν τις κατάλληλες λέξεις, να αλλάζουν ένα κόμμα ή μια άνω τελεία για να προσδιορίσουν επακριβώς αυτό που ήθελαν να πουν, εκλάμβανε τον κόπο τους σαν να ήταν σωματικός, σαν να είχαν ετοιμάσει ένα υπέροχο δείπνο στο οποίο οι καλεσμένοι δεν ήρθαν ποτέ κι έτσι τα φαγητά μούχλιαζαν πάνω στο τραπέζι…
Δανειζόταν λοιπόν αυτά τα βιβλία τα οποία διάβαζε και φρόντιζε να τα ανοίγει διάπλατα έτσι ώστε να φαίνεται ότι κάποιοι τα είχαν διαβάσει, ότι μέσα στην βιβλιοθήκη, ανάμεσα σε τόσα άλλα βιβλία δεν ήταν τα μόνα ατσαλάκωτα.
Άλλοτε πάλι, κάποια απογεύματα -σπάνια είναι η αλήθεια-, περπατούσε στην αποβάθρα, δίπλα απ' τις ράγες του τραίνου απαγγέλοντας στιχάκια αγνώστων ποιητών που τα είχε μάθει απ' έξω, μέχρι που έφτανε στην άκρη της πόλης. Καθόταν σ' ένα παγκάκι και περίμενε να περάσει το τραίνο την καθορισμένη του ώρα. Καθώς το 'βλεπε ν' απομακρύνεται, τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα, τα οποία άφηνε να κυλίσουν στα μάγουλα και να πέσουν στη γη σαν σταγόνες ματαίωσης...
Ύστερα σηκωνόταν αργά κι έπαιρνε τον δρόμο του γυρισμού επαναλαμβάνοντας ψιθυριστά, ξανά και ξανά: Αχ, η Ζωή! Αχ, η Ζωή...
Συνδεθείτε στο παρακάτω link για να ακούσετε το τραγούδι
https://www.youtube.com/watch?v=k_Z4szsYWu0&list=RDk_Z4szsYWu0&start_radio=1"

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]
<< Αρχική σελίδα