manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Σάββατο, Ιανουαρίου 17, 2015

Η Άννα που αγάπησε πολύ τους ποιητές

Η Άννα είναι μια γυναίκα γύρω στα πενήντα. Είναι Αρχιτεκτόνισσα. Έχει γραφείο σε μια μεσαία επαρχιακή πόλη. Μπορείς να πεις πως είναι επιτυχημένη στην δουλειά της.  Ζη μόνη της. Από τότε που σκοτώθηκε ο αρραβωνιαστικός της με την μοτοσικλέτα, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, δεν μπόρεσε να κάνει ένα μόνιμο δεσμό. Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να το καταλάβει, έχοντας για παρόν τις αναμνήσεις της και τώρα στα πενήντα της κοιτάζεται στον καθρέφτη και βλέπει το σουλούπι και τις κινήσεις της μάνας της… Άρχισε δε να έχει τους ίδιους πόνους στο κορμί της λες και δεν ήταν παρά ένα copy paste και μάλιστα κακέκτυπο…
Η αγαπημένη συντροφιά λοιπόν της Άννας τα τελευταία χρόνια ήταν τα βιβλία. Ενημερωνόταν για ότι κυκλοφορούσε μέσα από το internet και από τα ένθετα των κυριακάτικων εφημερίδων. Και βέβαια κάθε Σάββατο αφιέρωνε αρκετές ώρες στα τέσσερα – πέντε βιβλιοπωλεία  της πόλης της στα οποία την ήξεραν όλοι αφού ήταν η καλύτερη πελάτισσα. Επέλεγε ελληνική και ξένη λογοτεχνία, όχι βέβαια αυτά τα γλυκανάλατα, χωρίς ουσία που κυκλοφορούσαν τα τελευταία χρόνια και πουλούσαν σαν τρελά κι απ’ τα οποία αν είχες διαβάσει ένα ήταν σαν να τα είχες διαβάσει όλα…
Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις βιογραφίες ή αυτοβιογραφίες ανθρώπων που είχαν περάσει πολλά στην ζωή τους και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να γίνουν γνωστοί και σπουδαίοι μέσα από την δουλειά τους ή την τέχνη τους. Πολλές φορές είχε ξενυχτήσει διαβάζοντας τις περιπέτειες ανθρώπων που πέρασαν πείνα, κατοχή, αρρώστιες κι όλα τα δεινά και τελικά τα κατάφεραν. Αισθανόταν έναν ιδιαίτερο δεσμό μαζί τους, σχεδόν μια ταύτιση.
Όμως πάνω απ’ όλα είχε τους ποιητές… Στην πόλη της είχε μια Δημοτική βιβλιοθήκη την οποία επισκεπτόταν τακτικά. Ειδικά σε περίοδο εορτών όπως τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά, καλή ώρα, ή το Πάσχα. Κάθε βιβλίο εκεί είχε  μια θήκη στο εσωτερικό μέρος του οπισθόφυλλου, μέσα στην οποία βρισκόταν η κάρτα πάνω στην οποία γράφονταν τα στοιχεία του βιβλίου και οι ημερομηνίες επιστροφής απ’ όπου φαίνονταν πόσες φορές είχαν δανεισθεί το εν λόγω βιβλίο.
Η Άννα λοιπόν έψαχνε να βρει βιβλία που δεν τα είχε δανεισθεί κανένας…Είχε παρατηρήσει πως τα περισσότερα από αυτά ήταν ποιητικές συλλογές ελασσόνων ποιητών, πολλά από αυτά «ιδίοις αναλώμασιν».  Την έπιανε μια ντροπή τότε, για λογαριασμό όλων των συμπολιτών της, που έδειχναν τέτοια αδιαφορία σ’ όλους αυτούς τους ποιητές…τους φαντάζονταν να παιδεύονται να βρουν τις κατάλληλες λέξεις, να αλλάζουν ένα κόμμα ή μια άνω τελεία για να προσδιορίσουν επακριβώς αυτό που ήθελαν να πουν, εκλάμβανε τον κόπο τους σαν να ήταν σωματικός, σαν να είχαν ετοιμάσει ένα υπέροχο δείπνο στο οποίο οι καλεσμένοι δεν ήρθαν κι έτσι τα φαγητά σάπιζαν πάνω στο τραπέζι…

Δανειζόταν λοιπόν αυτά τα βιβλία που τα διάβαζε αλλά φρόντιζε και να τα ανοίγει διάπλατα έτσι ώστε να φαίνεται ότι κάποιοι τα είχαν διαβάσει, ότι μέσα στην βιβλιοθήκη, ανάμεσα σε τόσα άλλα βιβλία δεν ήταν τα μόνα ατσαλάκωτα …γιατί όσο κι αν φαίνεται παράξενο για την Άννα τα βιβλία έχουν ψυχή. Και αισθήματα…
Υ.Γ. Διαβάστε το, ακούγοντας το σπαρακτικό τραγούδι: Αχ η ζωή 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

Free Blog Counter