manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2019

Τα χαϊκού του Facebook


Τα χαϊκού του Facebook

Ο Μίτος
Χθες βράδυ, τις μικρές ώρες που κυριαρχούν τα όνειρα, με πυροβόλησαν στο στήθος. Ποιοι και γιατί, άγνωστο. Βρέθηκα να αιωρούμαι πάνω από το σώμα μου. Πόνος κανείς. Μόνο για μια στιγμή σκέφτηκα την αναστάτωση που θα προκαλούνταν σ’ αυτούς που έμεναν πίσω…
Άρχισα ν’ ανεβαίνω αργά προς τα πάνω σαν μια πυγολαμπίδα. Αμέσως ήρθε δίπλα μου στην ίδια μορφή να με προϋπαντήσει ο αδερφός μου. Κατάλαβα πως ήταν αυτός, χωρίς να μιλήσουμε. Μου μετάδωσε αισθήματα εμπιστοσύνης και χαλαρότητας. Κανένας φόβος.
(Μπορεί για όλα αυτά να φταίει η Αριάδνη που δεν μου έδωσε, τόσες μέρες τώρα, ένα μίτο, να μπορέσω να βγω από τον Λαβύρινθο που έχω μπει.)
5-4-2018
H μύγα του Δεκέμβρη
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο, από το παράθυρο που άνοιξε για μια στιγμή. Την είδε πως δεν πετούσε με κείνη τη ζωηράδα που έχουν συνήθως.
Πήγε και κάθισε κάτω ακριβώς από το αναμμένο πορτατίφ. Σκέφτηκε πως ίσως αποζητούσε τη ζέστη της λάμπας, μια που έξω το κρύο ήταν αρκετό κι αυτή είχε επιζήσει, πέρα απ' όσο η φύση της όριζε. Την παρατηρούσε καθώς περπατούσε αργά πάνω στο γραφείο σε κύκλους.
Κι ύστερα, απλώς σταμάτησε να κινείται. Πέταξε μακριά, στον μυγιένιο παράδεισο, αφήνοντας πίσω τα φτερά της ασάλευτα...Ένας κόμπος του ανέβηκε στο λαιμό...
30-11-2017

Μάννα είναι
το πράσινο σαπούνι κι οι λεμονανθοί στη μύτη σου
η άφοβη παράδοση σου στον ύπνο της ποδιάς της
το σταύρωμα του μαξιλαριού σου πριν τον ύπνο
το δροσερό πανί με ξύδι στο μέτωπο του πυρετού σου
η τσίπα από το βρασμένο γάλα στον τζισβέ
το ζεστό κουλούρι από το φούρνο με τα ξύλα
τα καλιτσούνια και τα τσιγαριστά μάραθα
η γεμάτη αγάπη ματιά της στην πλάτη σου
η μεγάλη αγκαλιά σε κάθε επιστροφή σου
Και τώρα που έμεινα μόνος: 
η συνεχώς παρούσα μνήμη της Απουσίας Της
14-5-2017

ΠΑΛΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ…
Όξω είχενε κρυγιώτη. Μα και μέσα κρυγιώτη είχενε. Εκτός από το μέρος απού ‘τανε η παραστιά. Πια πολλή ζέστη στον αχεριώνα είχενε. Θες τ’ άχερα, θες η αναπνιά του γαϊδάρου και των αιγώ, έλεγες πώς να! θα κάμεις έτσε το λίχνο να φέξεις στη γωνιά και θα δεις το Χριστό νεογέννητο με τ’ αγγελάκια να πετούνε από πάνω ντου.
Οι γυναίκες εκαθαρίζανε, εφουρνίζανε, κάνανε καλιτσούνια, οι άντρες ζεστένανε στο τζισβέ ρακί με μέλι, να πιούνε, να ζεσταθούν τα σωθικά ντως.
Τα κοπέλια εγυρίζανε στα σοκάκια λέγοντας τα κάλαντα, γεμίζοντας τις τσέπες τους σταφίδες, καρύδια, ξερά κιοφτέρια και που καμιά πεντάρα γη δεκάρα. Ανε τως ετύχαινε να σφάζουνε και κάνα χοίρο: -Ε, μπάρμπα, τη φούσκα! τη φούσκα! Δώσε μας τηνε!
Το βράδυ μετά το φαί στο σοφρά, η μάνα καθάριζε το λαμπόγυαλο από τη καπνιά να φέγγει καλά, ο πατέρας έπαιρνε το «Ευαγγέλιο» από τη ντολάπα –μέρα που ‘ταν, ξεχωριστή- κι αρχίνιζε να διαβάζει συλλαβιστά:
Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν•
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν•
και των Αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη…
Έτσα λογιώς εμπερδευτήκανε μέσα μου η Παναγία με την Αρετούσα κι ο έρωντας με την αγιότητα, καθώς μ’ έπαιρνε ο ύπνος, βράδυ Χριστουγέννω, στη ποδιά τσι μάννας μου…Κι ας μην εγάτεχα τι ακριβώς σημαίνουν. Μα εψυχανεμιζόμουνα…
24-12-2016

Εφύγαν οι γι αθρώποι.
Χωριό. Εφύγαν οι γι αθρώποι. Άλλος μακριά, άλλος πιο μακριά. Για χρόνια πολλά. Μα η νοσταλγία τους ξαναφέρνει πίσω. Νεουρκέζοι, Ροδίτες, Αθηναίοι...Γυρίζουν τάχα για να μαζώξουν τις ελιές.. Ψώματα! Για να γενούνε πάλι κοπέλια, γι' αυτό γυρνούν.
Πίνουν κρασί, πίνουν ρακή και χορένε, όπως εχορεύανε και εγλεντούσανε οι γονέοι κι οι παππούδες ντως. Παίζουνε τσι μεγάλους για λίγες μέρες, μέχρι που η ανάγκη τους κάνει να ξαναφύγουνε...Άλλος μακριά, άλλος πιο μακριά.
Κι εκεί στα μακριά, δεν παίζουν πια τσι μεγάλους. ΕΙΝΑΙ μεγάλοι. Κι αυτό είναι φορτίο μεγάλο.. Γι' αυτό και περιμένουνε πότε θα ξαναγυρίσουνε..Έτσα 'ναι ο κόσμος φτιαγμένος: εκπνοή, εισπνοή, αναχώρηση, επιστροφή...
17-1-2016

Δυό γραμμές για το Σταύρο που έφυγε
Μια ζωή Κορφή – Καβούσα. Με ξέρανε όλοι οι τρόχαλοι κι γι’ αγκουτσάκοι. Πόσους γουβάδες νερό δεν έσυρα από το πηγάιδι για να ποτίσω τα ζα και τα βούγια.
Κι όντενε περνούσα από ντο Κόλυμπο κι από το Κακασόλι με το αμάξι γη με τα πόδια και συναντούσα χωριανούς, σήκωνα ψηλά τη χέρα και χαιρετούσα. Όχι πολλά-πολλά. Υπήρξα μονήρης, δεν λέω. Κι απόμακρος. Είχα μάθει να θέτω πάνω σε μπάλες άχερα παρά στο κρεβάτι. Είχα μια περηφάνια και μιαν αυτοσυγκράτηση. Ποιος ξέρει, από πού τα κληρονόμησα. Η ζωή δεν μου στάθηκε και τόσο. Μα ‘χα ένα καλό θάνατο τουλάχιστον. Έφυγα στον ύπνο μου, όπως κοιμόμουνα ανάσκελα, έχοντας τη χέρα μου κάτω από τη κεφαλή μου. Το μόνο που ένιωσα, ένα κάψιμο στο στήθος κι ύστερα άρχισα να ανεβαίνω προς τα πάνω , πέρασα μέσα από τη στέγη του σπιθιού, είδα τα βούγια να κοίτουνται και αφού έριξα μια μαθιά πέρα στο χωριό, τράβηξα ανάλαφρος προς τα πάνω να ενωθώ με το θαμπό φως των άστρων…
20-10-2015
Εντροπία
Μεταβάλλεται εντός μου ο ρυθμός του κόσμου...Αντιστέκομαι σθεναρώς. Υποχρεώνω το σώμα σε εξαντλητική άσκηση ώστε να αντέξει την εσωτερική πτώση που ήδη έχει αρχίσει...
Περιμένω την έκβαση της μάχης, αν και είναι βέβαιη η νίκη της Εντροπίας. Παρ' όλα αυτά δεν αποστρέφω το πρόσωπον μου απ' εμού.
Εκμεταλλεύομαι τον καιρό που απομένει για να κλάψω, να θρηνήσω, να πενθήσω κι έτσι μετά, ας μ' εύρει άδειο η ήττα...
15-8-2015

Πρωινός Περίπατος
Σήμερα το πρωί έφυγα από το χωριό κι επήγα στη "Τζαμπέλα", ανηφόρα καλή, σε κάνει να λαχανιάζεις στην αρχή, μέχρι να συνηθίσεις για να κάνω τι λες; να μαζέψω τα πρώτα σύκα, δροσερά ακόμη, δεν τα 'χε κτυπήσει ο ήλιος, πια καλά κι από το μέλι...τα τρως ολόκληρα με τη φλούδα.
Ύστερα εμάζωξα και μερικά γινωμένα απίδια από την διπλανή απιδιά, ε ας κρατώ να δώσω και στις γειτόνισσες, έκοψα και μερικές φούντες κλαδί για την αίγα...
Κατέβηκα από κάτω στον Αη Γιώργη, άναψα ένα κερί στη χάρη ντου κι ήπια δροσερό νερό από την παλιά πηγή που 'περνε το χωριό νερό στα παιδικάτα μου και που χρόνια τώρα έχει εγκαταλειφθεί στο έλεος Του...
Όοοοοχι βρε χαζά, μη ζηλεύετε, απλώς "ξέχασα" να βάλω εισαγωγικά στα παραπάνω λόγια. Δεν είναι δικιά μου η περιγραφή, είναι της αδελφής μου, εγώ είμαι εδώ μαζί σας, στον καύσωνα, μπροστά στον "αγαπημένο μου υπολογιστή" κι απλώς σας μεταφέρω τα λόγια της, όχι δεν μ' έπιασε βαθειά νοσταλγία γι' αυτά τα "ασήμαντα", τι; παιδιά είμαστε τώρα; 
(μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου...)
31-7-2015
Συντρίμματα
Ψηλά. Χαμηλά. Έρεβος. Πέφτω. Πετώ. Ανιών. Προσπάθεια. Ζάλη. Τα νύχια σκίζουν τα μάγουλα. Ζωή. Θάνατος, θάνατος, θάνατος. Λέει, να ελπίζω. Σε τι; Όλα είναι αέρας…
Σώμα. Εγώ. Κι αυτό, το σώμα. Τόσο σοφό. Του τρελού μυαλού, όλα τα υπομένει. Όλα τα υποφέρει. Παλλόμενο χώμα. Μάτια που κλείνουν. Μηχανή απολαύσεων. Και πόνου…
Μουσική. Αχ, μουσική. Ταξίδι. Ευαισθησία. Ήχοι. Οι φθόγγοι της ακοής. Ζωοποιοί. Χειμαρρώδης. Και στο τέλος η αγία Λύπη. Πάντα ήμουν με τους αδύναμους. Πως αλλιώς Μάνα…
2-8-2014
Του Νίκου
"Έζησα πάνω από ενενήντα χρόνια, αντικρίζοντας κάθε πρωί που ξυπνούσα τον Αϊ Γιάννη, τον Αϊ Γιώργη και του Χαρκιά το Λάκο...
Έσκαψα με τη σκαλίδα και με τη σκαφτική τη μηχανή αμπέλια και κρεβατίνες...Κουβάλησα τσουβάλια σταφίδες, μάζεψα τόνους ελιές, έσπειρα, θέρισα, κλάδεψα, δόξα τω θεώ! 
Και τα βράδια, έγραψα χιλιάδες σελίδες, καπνίζοντας χιλιάδες τσιγάρα, με γράμματα καλλιτεχνικά που καμάρωνα γι αυτά...
Οι διαδρομές μου από το Σταυρό στο Λιμνάκι κι από κει στη Ψαρή και στα Βαθιά Στενά, στο Κάραβο και στη Ρουσά...
Ήμουνα και κυνηγός καλός: Με τον τσιφτέ μου εσκότωσα λαγούς πολλούς και πέρδικες, μα είχα και καλά κουλούκια για βοήθεια..
Απόκτησα παιδιά και εγγόνια κι είπα πως αφού περάσανε πάνω από ενενήντα χρόνια, καιρός μου είναι πια να ξεκουραστώ..."
Στο Νικολή που έφυγε...στην Αριστέα που έμεινε να τον θυμάται...
10-12-2012

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα

Free Blog Counter