Ενσυναίσθηση, Συγχρονικότητα και
Μεταφυσική Λογική
Σήμερα το πρωί, όπως κάθε Σάββατο,
πήγα στη λαϊκή αγορά που γίνεται στην Καλαμαριά. Πάρκαρα λίγο πιο κάτω και με
τα πόδια έφτασα στην αρχή των πάγκων.
Εκεί είδα μια μαυροφορεμένη
γυναίκα, γύρω στα εξήντα πέντε με εβδομήντα να στέκεται και να ζητιανεύει. Δεν
την είχα ξαναδεί, πρώτη φορά ζητιάνευε σ’ αυτή την λαϊκή και κατά πάσα
πιθανότητα πρέπει και να ‘ταν αν όχι η
πρώτη, μία από τις πρώτες φορές που ζητιάνευε.
Μπορούσες να το διακρίνεις από
την στάση της. Απέπνεε μιαν αξιοπρέπεια και ταυτόχρονα μια ντροπαλοσύνη έτσι
όπως μου απευθύνθηκε:
-Είμαι φτωχή, πολύ φτωχή παιδί
μου, αν μπορείς δώσε μου μια βοήθεια…
(Κάνω εδώ μια παρένθεση για να πω
πως, όπως οι χριστιανοί «βλέπουν» σε κάθε αναξιοπαθούντα, τον Χριστό να υποφέρει,
κάπως έτσι κι εγώ. Μόνο που, αντί να «βλέπω» τον Χριστό να υποφέρει, «βλέπω» τη
μάνα μου να υποφέρει -γιατί άραγε;- κι αυτό με ξυπνάει από το λήθαργο της
συνήθειας και της αδράνειας.
Και παίζει σ’ αυτό το «βλέπω» δύο
ρόλους ταυτόχρονα η μάνα μου: Από τη μια «στέκεται» δεξιά μου και με
παροτρύνει:
-Αφού μπορείς να βοηθήσεις, άσε
τις ντροπές και βοήθα όσο μπορείς –γιατί είναι αλήθεια ότι όποτε βρίσκομαι
μπροστά σε ανθρώπους που ζητιανεύουν, σφίγγεται το στομάχι μου, με πιάνει μια ανεξήγητη
ντροπή, κατεβάζω τα μάτια χαμηλά και ταυτόχρονα αισθάνομαι τύψεις λες κι είμαι
εγώ ο υπαίτιος της κατάστασης του-.
-Από την άλλη «στέκεται» ζερβά
μου, γίνεται η ίδια ζητιάνα και μου απλώνει το χέρι της… πως μπορώ να μη
βοηθήσω; Μπορώ; Τη μάνα μου;
Επειδή δεν είχα ψιλά συνέχισα και
μπήκα στη λαϊκή. Τελειώνοντας τα ψώνια μου επέστρεφα προς το
αυτοκίνητο μου και φθάνοντας πάλι στην κυρία που ζητιάνευε, έβαλα το χέρι στην
τσέπη του μπουφάν μου όπου είχα όλα τα ψιλά που είχα πάρει για ρέστα και τα
έβγαλα με σκοπό να της δώσω κάτι.
Κοιτάζοντας τα, είδα ότι ήταν ένα
δίευρο, δύο κέρματα του ενός ευρώ, ένα κέρμα των πενήντα λεπτών και τρία
κέρματα των δέκα λεπτών.
Σκέφθηκα να κρατήσω το πενηντάλεπτο,
να το χρησιμοποιήσω για να πάρω καρότσι στο σούπερ μάρκετ, μια που θα πήγαινα σ’
αυτό, αμέσως μετά. Σηκώνοντας όμως τα μάτια
μου, είδα την κυρία που με κοίταζε και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μπήκα
στη θέση της. -Τι έβλεπε; Έβλεπε ένα τύπο να κουβαλά σακούλες γεμάτες με όλα τα
καλά, να προσπαθεί να ξεχωρίσει λίγα ψιλά για να της τα δώσει, νομίζοντας ότι έτσι θα εξαγόραζε λίγη ησυχία για την
συνείδηση του και ταυτόχρονα θα απομάκρυνε προσωρινά έστω τις «έξι και μία τύψεις από τον ουρανό του».
Αυτόματα μου ’ρθε κι έριξα όλα τα
κέρματα στο πιατάκι που κρατούσε…
-Ο θεός να στα δώσει πολλαπλάσια
παιδί μου και να σ’ έχει καλά!
-Ο θεός δεν πρόκειται να μου
δώσει τίποτα κυρία μου αλλά την ευχή σου την κρατώ, της είπα απομακρυνόμενος, ενώ
κοίτα να δεις τι σου είναι το μυαλό: Αμέσως σχεδόν άρχισε να με οικτίρει
ότι αφήνω να με κυριεύουν οι συναισθηματισμοί μου και δεν σκέφτομαι πιο λογικά
και ψύχραιμα. Πως θα έπαιρνα τώρα
καρότσι απ’ έξω από το σούπερ μάρκετ; Θα έπρεπε να μπώ μέσα, να πάω στον πάγκο
εξυπηρέτησης, να περιμένω μέχρι να έρθει κάποιος υπάλληλος να μου χαλάσει ένα
εικοσάευρο, θα με κοιτούσε με μισό μάτι που θα του ‘παιρνα όλα τα ψιλά, αυτό θα
το ’πιανα στον αέρα και θα με εκνεύριζε, μπορεί να του ‘λεγα και τίποτα γι’
αυτόν και τον γρύλο του κ.τ.λ. κ.τ.λ…
Τέλος πάντων, μπήκα στο αμάξι και
είκοσι λεπτά αργότερα ήμουν στο παρκινγκ του σούπερ μάρκετ. Περπατώντας προς την
είσοδο, πέρασα μπροστά από εκεί που βρίσκονται τα καρότσια. Εκείνη ακριβώς τη
στιγμή, βλέπω ένα υπάλληλο να έρχεται προς τα καρότσια, κρατώντας στο δεξί του
χέρι το εργαλείο που έχουν για να απελευθερώνουν τα καρότσια χωρίς να χρειαστεί
να βάλουν κέρμα στη σχισμή.
- Συγγνώμη, μήπως θα μπορούσα να
έχω ένα καρότσι; του είπα.
- Πολύ ευχαρίστως μου είπε και
απελευθέρωσε την αλυσίδα για να το πάρω.
- Χμ, μάλιστα, μην αρχίσεις τα…κουλά
σου -είπα στον εαυτό μου- απλή σύμπτωση ήταν. Θυμήσου ότι μια με δυο φορές στις
δέκα που έρχεσαι εδώ, συναντάς κάποιον υπάλληλο να είναι έξω και να τακτοποιεί
τα καρότσια, οπότε 10% με 20% είναι μια καλή πιθανότητα και μπορεί να εξηγήσει
άνετα αυτό που εσύ πας να μετατρέψεις σε μεταφυσικό…
Συμφώνησα…μαζί μου αν και είναι αλήθεια πως μια εσωτερική χαρά με
συνεπήρε κι ένιωσα πιο ανάλαφρος..
Έφυγα από το σούπερ μάρκετ και κατευθύνθηκα
προς το Πανόραμα σε ένα φαρμακείο κοντά στο σπίτι μου για να αγοράσω διάφορα
που ήθελε η γυναίκα μου.
Μπήκα στο φαρμακείο όπου βρίσκονταν
5 υπάλληλοι, 3 άντρες και 2 κορίτσια και
εξυπηρετούσαν 5-6 πελάτες που υπήρχαν
μέσα. Άρχισα να παρατηρώ σε μια γωνιά ένα ράφι με διάφορα είδη βιταμινών
ώσπου ήρθε ένας από τους υπαλλήλους και
με ρώτησε τι ήθελα. Του έδωσα τη λίστα που μου είχε δώσει η γυναίκα μου και
συνέχισα να εξερευνώ τα διάφορα συμπληρώματα διατροφής, διαβάζοντας το τι
περιέχει το καθένα.
Μετά από 4-5 λεπτά με φώναξε ο
υπάλληλος ότι ήταν έτοιμα αυτά που είχα
ζητήσει. Στράφηκα προς το ταμείο, όπου βρίσκονταν οι τρεις άντρες υπάλληλοι και
τα δύο κορίτσια δίπλα στο ένα μέτρο.
-58 ευρώ, μου λέει ο ταμίας.
Ανοίγω το πορτοφόλι μου, βγάζω τρία εικοσάευρα και του τα δίνω ενώ την ίδια ώρα
παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου επάνω στον πάγκο του ταμείου ένα
πενηντάευρο.
Κάνω την υπόθεση ότι το άφησε
κάποιος πελάτης και περιμένει ρέστα. Μου δίνει πίσω 2 ευρώ, παίρνω την τσάντα
μου και πάω να φύγω.
-Ε, που πάτε μου φωνάζει ο ένας
από τους τρεις υπαλλήλους, αφήσατε αυτό το πενηντάευρο πάνω στο πάγκο του
ταμείου.
Γυρνάω πίσω. –Όχι του λέω εγώ
έδωσα τρία εικοσάευρα και πήρα ρέστα δύο ευρώ.
- Μπα, σίγουρα βγάλατε πρώτα το πενηντάευρο,
το αφήσατε πάνω στον πάγκο και μετά όταν ακούσατε ότι κάνουν 58 ευρώ, βγάλατε
και δώσατε και τα τρία εικοσάευρα. Εξ άλλου ποιανού άλλου να είναι;
Γυρνάω ενστικτωδώς και κοιτάω.
Όλοι οι πελάτες έχουν φύγει. Είμαι μόνο εγώ μέσα στο φαρμακείο.
- Σίγουρα είναι δικό σας, πάρτε
το μου λέει.
Η σιγουριά του σχεδόν με πείθει.
Το παίρνω και φεύγω. Πηγαίνω ακριβώς δίπλα που είναι το Goody’s, να πάρω κάτι για την κόρη μου.
Όση ώρα περιμένω, σκέφτομαι:
Ήταν σίγουρα δικό μου; Ήμουν τόσο
αφηρημένος και δεν κατάλαβα ότι έβγαλα δύο φορές χρήματα από το πορτοφόλι μου;
Όχι, σίγουρα δεν είναι δικό μου, αφού θυμήθηκα ότι έβγαλα να πληρώσω στο σούπερ
μάρκετ κι είχα μόνο εικοσάευρα αφού τα είχα πάρει από το ΑΤΜ. Αυτόματα άρχισε ο
παρακάτω εσωτερικός διάλογος:
-Τώρα, πως το εξηγείς αυτό; Έπιασε η ευχή της κυρίας στη λαϊκή;
-Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια
καραμπινάτη…ετεροχρονισμένη Συγχρονικότητα που έλεγε κι ο Γιούνγκ;
-Άσε τις βλακείες, σοβαρέψου!
Σίγουρα κάποιος από τους προηγούμενους πελάτες πλήρωσε, ο ταμίας πιθανώς να του
έδωσε και ρέστα και ξέχασε να πάρει το πενηντάευρο και να το βάλει μέσα στο
ταμείο.
Άρα, αν ισχύει αυτό, πήγαινε πίσω
στο φαρμακείο και κόψε κίνηση. Μπορεί να κατάλαβαν τι συνέβη και να σε
περιμένουν να το επιστρέψεις. Σκέψου και τον ταμία, που θα ’χε θέμα όταν θα
έκανε κλείσιμο.
Πήρα την παραγγελία από το Goody’s και κατευθύνθηκα
προς το φαρμακείο. Έφθασα απ’ έξω κι ετοιμάστηκα να μπώ. Πίσω από την μεγάλη τζαμαρία
στέκονταν οι υπάλληλοι και συνομιλούσαν, κοιτάζοντας προς τον δρόμο. Κοντοστάθηκα,
τους κοίταξα, με κοίταξαν κι αυτοί, με αναγνώρισαν, μου χαμογέλασαν και
συνέχισαν να μιλούν αμέριμνα. Άρα δεν ίσχυε η λογική μου εξήγηση.
Δεν άνοιξα την πόρτα. Συνέχισα προς το αυτοκίνητο μου, αλλά να πω πως
με κατέκλισε μια αγαλλίαση; Ένα ωκεάνιο συναίσθημα; Να το πω. Όχι βέβαια για το
ότι μου είχε «επιστραφεί» ένα πολλαπλάσιο ποσό από αυτό που έδωσα αλλά γιατί
μπορεί να πιάνει καμιά φορά μια ευχή αν είναι ειλικρινής ή κι ο Γιούνγκ μπορεί
να έχει ένα δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι η πεταλούδα που εμφανίστηκε το δωμάτιο
του ένα βράδυ, ήταν μια ψυχή που πήγε να τον επισκεφτεί…
Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο το έγραψα το 2007. Το είχα ξεχάσει τελείως και
το ανακάλυψα τυχαία σήμερα καθώς έψαχνα για κάτι άλλο στα αρχεία μου κι είπα να
το μοιραστώ μαζί σας. Αλήθεια, εσείς έχετε τέτοιες εσωτερικές συνομιλίες με τον
εαυτό σας συχνά; Κι αν ναι, ποιος εαυτός κερδίζει;
Μ.Ν. 2024-06-14