manosnikol, Μάνος Νικολουδάκης, Manos Nikoloudakis

ποίηση, διήγημα, στίχοι, σκέψεις, χωριό, Κρήτη, Χώνος, Νικολουδάκης Μάνος, Μυλοπόταμος, Θεσσαλονίκη, Πανόραμα, μαντινάδες

Τρίτη, Μαρτίου 04, 2025

 

ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

Η λέξη «Ευγνώμων» έχει τρεις συλλαβές: Ευ-γνώ-μων. Ξεκινώ να περπατώ. Αριστερό πόδι: Ευ, Δεξί πόδι: γνώ, Αριστερό πόδι: μων. Δεξί πόδι: Ευ, Αριστερό πόδι: γνώ, Δεξί πόδι: μων. Με ρυθμό: Ευ-γνώ-μων, Ευ-γνώ-μων, Ευ-γνώ-μων … Μετά από λίγο αλλάζω λέξη χωρίς ν’ αλλάξω ρυθμό: Α-γά-πη, Α-γά-πη, Α-γά-πη…Σταματώ για να χαϊδέψω την εδώ και χρόνια φίλη μου Αγριαπιδιά που βρίσκεται στην άκρη του δρόμου και χαίρομαι με την χαρά της που βλεπόμαστε ξανά.  Συνεχίζω να περπατώ, ατενίζοντας πέρα μακριά τον ορίζοντα και ψηλά τον ουρανό κι αισθάνομαι την καρδιά μου να μεγαλώνει και να τα περικλείει όλα αυτά.

Πιο κάτω απλώνω το χέρι μου και ακουμπώ με τα δάχτυλα μου, καθώς συνεχίζω να περπατώ, το τετράγωνο συρματόπλεγμα που έχουν τοποθετήσει για να περιφράξουν ένα οικόπεδο. Τρέφω μεγάλο σεβασμό σ’ αυτό το σύρμα. Έχει κάνει τεράστια άλματα στην ζωή του καθώς «επέλεξε» να ξεθαφτεί από την γη, να περάσει μεγάλες προκλήσεις, καθαρισμό, φωτιά, εφελκυσμό κι άλλα πολλά και να το τώρα, έχοντας ανέβει επίπεδο, να στέκεται στην άκρη του δρόμου και να επικοινωνούμε.

Συνεχίζω να περπατώ. Εισπνοή. Εκπνοή. Εισπνοή. Εκπνοή. Μια γάτα έρχεται κοντά μου, νιαουρίζοντας. Σκύβω και την χαϊδεύω. Με αποδέχεται πλήρως, χωρίς καμιά υστεροβουλία. Δάκρυα ευτυχίας γεμίζουν τα μάτια μου.

Αποδοχή. Είναι η λέξη κλειδί. Είναι η κατάσταση όπου επικρατεί στην καρδιά η επίγνωση της ύπαρξης και όχι ο θόρυβος που κάνουν οι ανεξέλεγκτες σκέψεις του νού.

Επιλογή. Όλοι έχουν επιλογές: καλό – κακό, αγάπη – μίσος, αποδοχή – απόρριψη. Επιλέγω την αγάπη. Επιλέγω την αποδοχή. Επιλέγω να αδικούμαι παρά να αδικώ. Όχι διανοητικά. Καρδιακά. Εύκολο; Αν κυριαρχεί το μυαλό με τις ανεξέλεγκτες σκέψεις, πανδύσκολο. Σχεδόν αδύνατο. Αν επικρατήσει η καρδιά, πανεύκολο. Όπως όταν αναπνέεις. Καμιά προσπάθεια.

Πέρασε η ώρα. Νυχτώνει σιγά-σιγά. Είναι όλα τόσο όμορφα όταν «Είμαι». Αλλάζω ρυθμό.

Αριστερό πόδι: Ευ, Δεξί πόδι: χα, Αριστερό πόδι: ρι, Δεξί πόδι: στώ. Ευ-χα-ρι-στώ, Ευ-χα-ρι-στώ, Ευ-χα-ρι-στώ. Φτάνω στ’ αυτοκίνητο. Μπαίνω μέσα, βάζω μπροστά και κατευθύνομαι προς το σπίτι…

Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2025

                                          ΤΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΤΩΡΑ

Χειμωνιάτικο απομεσήμερο στην παραλία της Καλαμαριάς. Ο Ήλιος προσπαθεί να ζεστάνει την παγωμένη ατμόσφαιρα. Η θάλασσα κυματίζει ακολουθώντας τον δικό της ρυθμό, χωρίς να δεσμεύεται από το πρόσκαιρο των ανθρώπων της παραλίας.
Στην παραλία κάτι εγκαταλελειμμένες ψαροταβέρνες, καιρό τώρα. Μόνο δυο τρεις γάτες περιφέρονται τριγύρω, αναπολώντας τις μέρες τις παλιές που τις τάιζαν ψάρια εκλεκτά και τώρα είναι αναγκασμένες να κυνηγούν τις νύχτες ποντίκια για να επιβιώσουν.
Ένα ξωκλήσι και δίπλα μια αναθηματική στήλη θυμίζει πως σαν χθες, έφτασαν εδώ κυνηγημένοι πρόσφυγες από τις χαμένες πατρίδες, όταν όλη η περιοχή ήταν βάλτος και κουνούπια και ζωή σκληρή.
Πιο δίπλα η Γενική Κλινική, εγκαταλελειμμένη από χρόνια, λεηλατημένη, με τοίχους να χάσκουν. Πόσες ελπίδες, πόσος πόνος, φόβος κι απελπισία συμπυκνώθηκαν μέσα της για χρόνια και τώρα εξατμίστηκαν λες και δεν υπήρξαν ποτέ όλοι αυτοί οι άνθρωποι: Νοσοκόμες, γιατροί, άρρωστοι, επισκέπτες…
Περπατώ κι εγώ, αργά στην άμμο και με καταλαμβάνει μια γλυκιά μελαγχολία. Όπως τόσοι άλλοι, έτσι κι εμείς: Σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε, κατά που λέει η λαϊκή σοφία…




Δευτέρα, Δεκεμβρίου 23, 2024

ΚΑΤΙ ΠΑΛΙΟ ΑΠ' ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΝΕΑ ΣΥΝΕΧΕΙΑ 1 16/11/2024

Ο καιρός σήμερα είναι -είμαι- μελαγχολικός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου ήρθε ξαφνικά στη θύμηση το «Άχι» της μάνας μου, που όταν το ‘λεγε -και το ‘λεγε συχνά-έκανε κατοχή μέσα μου, αφιλτράριστο, κατακλύζοντας τα σπλάχνα μου καθώς το παιδικό μου μυαλό νόμιζε -έτσι το εξηγώ τώρα- πως αν ταυτιζόμουν συναισθηματικά μαζί της, θα την βοηθούσα να ξεπεράσει την στενοχώρια της.
Ένα από τα πολλά «Άχι» της, αφορούσε και μια από τις αδελφές της, την Χριστίνα. Παραθέτω εδώ αυτό που έγραψα γι’ αυτήν πριν 14 χρόνια. Αν το έγραφα σήμερα, θα διόρθωνα αρκετές λέξεις, χαρακτηρισμούς, κάποια που ίσως τα φαντάστηκα και σίγουρα θα έκοβα κάποιες προτάσεις «μη πολιτικά ορθές». Δεν το κάνω όμως κι ας εκτεθώ: Κάποιοι από εμάς, αντλούμε κουράγιο και δύναμη από την αδυναμία μας, παίζοντας μ’ ανοικτά χαρτιά κι ας χάσουμε…

Η ΘΕΙΑ ΜΟΥ Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ ΜΙΚΡΗ...
Η θειά μου η Χριστίνα παντρεύτηκε μικρή, ένα χήρο, πολύ μεγαλύτερο της, από το διπλανό χωριό.
Η θειά μου η Χριστίνα ήταν σχεδόν παιδί. Δεν τον ήθελε αυτόν το γέρο, μα τι να κάνει;
Της τον έδωσαν με το ζόρι. Ήταν βλέπεις έξι αδερφές ορφανές από μάνα κι ο πατέρας, πατέρας-αφέντης...
Τα πρώτα χρόνια άντεξε, παρόλο που αυτός την ζήλευε και με το παραμικρό την ξυλοφόρτωνε...
Μια μέρα σηκώθηκε κι έφυγε. Γύρισε πίσω στο χωριό της, στο πατρικό της. Κανείς όμως δεν την καλοδέχτηκε. Όλοι, πατέρας, αδελφές, της είπαν πως η θέση της ήταν πίσω στον άντρα της, δεν είχε καμιά δουλειά εκεί. Τι κι αν κακοπερνούσε; Τι κι αν την έδερνε; Σάμπως ήταν η πρώτη ή η τελευταία; Φαντάζονταν πόσο χειρότερη θάταν η θέση της αν εγκατέλειπε το στεφάνι της; Θάταν μια ατιμασμένη κι αυτή την ατιμία θα την μετέδιδε και σ’ όλες τις αδελφές της...
Η θειά μου η Χριστίνα πήρε το μονοπάτι του γυρισμού με τα πόδια, ολομόναχη. Κάθε της βήμα κι αναφιλητό, κάθε πατημασιά και δάκρυ...μονολογούσε απευθυνόμενη στη μάνα, απ’ αυτήν ζητούσε βοήθεια. Μ’ αυτή είχε πεθάνει από καιρό...
Η θειά μου η Χριστίνα έκανε υπομονή...για μέρες για νύκτες για μήνες για χρόνια...Έπαιρνε τις λίγες κατσίκες που είχε και περπατούσε μια ώρα δρόμο για να φτάσει σε μια κορφή απ’ όπου μπορούσε να αγναντεύει στο βάθος το χωριό της. Άφηνε τις κατσίκες να βοσκούν κι αυτή καθισμένη σε μια πέτρα μοιρολογούνταν όλη μέρα για τη χαμένη της ζωή για τα ματαιωμένα της όνειρα...
Η θειά μου η Χριστίνα ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι της... Μόνο οι κατσίκες γύρισαν σαν σουρούπωσε αφού ξέραν απ’ έξω τη διαδρομή.
Την βρήκαν την άλλη μέρα πάνω στα βουνά. Είχε ξέπλεκα τα μακριά της μαλλιά με ξεσκισμένα τα μάγουλα και τα στήθη της, γεμάτα αίματα, από τα ίδια της τα νύχια...
Ό σκύλος ο άντρας της –έτσι τον αποκαλούσε η μάνα μου- τον Μάη του ’67 την έκλεισε στο τρελάδικο, το Δαφνί...
Το ’69 ξεριζωθήκαμε κι εμείς απ’ το χωριό μου και βρεθήκαμε στη Αθήνα. Η μάνα μου τότε, έχοντας με για οδηγό –δέκα χρονών εγώ κι αγράμματη αυτή - με έπαιρνε μαζί της κάτι πρωινά Κυριακής για να της διαβάζω τα ονόματα των λεωφορείων κι έτσι βρισκόμασταν στο Δαφνί...Την έλουζε, την έπλενε ολόκληρη μ’ ένα σφουγγάρι, της άλλαζε τα λερωμένα ρούχα κι ύστερα της έκανε πλεξούδες τα μαλλιά... κι όλη την ώρα της μιλούσε συργουλευτά, σαν σε μικρό παιδί...
Η θειά μου η Χριστίνα πέθανε στο Δαφνί το Φθινόπωρο του ’73... Η μάνα μου μέσα στα δάκρυα της μου είπε πως καλύτερα που πέθανε, αναπαύθηκε έτσι η βασανισμένη της ψυχή...
Σαράντα χρόνια μετά, όντας μακριά από το χωριό μου, με πιάνει καμμιά φορά μια έντονη νοσταλγία επιστροφής... κλείνω τα μάτια τότε και με βλέπω, μικρό παιδί να βρίσκομαι στην αγκαλιά της θειάς μου, σ’ εκείνο τον λόφο, με τις κατσίκες να βόσκουν αμέριμνες τριγύρω...
Την νιώθω, με το ένα χέρι της να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, και με το άλλο να μου δείχνει στο βάθος το χωριό μου και που αν δεν ήταν γεμάτα δάκρυα τα μάτια μας, μπορεί να διακρίναμε ακόμη και το ίδιο το σπίτι που γεννηθήκαμε...Κι αυτή κι εγώ...
Όλες οι αντιδρ

Κυριακή, Αυγούστου 11, 2024

Βερολίνο 5 Αυγούστου 2024

 Είμαι στο Βερολίνο. Ήρθα να δω την κόρη μου. Η ανιψιά μου με ξεναγεί. Μερικά κτήρια είναι εντυπωσιακά. Μου έρχονται αυθόρμητα στο νου το αριστούργημα τραγούδι -ποίημα του Μπρεχτ σε μουσική και εκτέλεση Θάνου Μικρούτσικου: https://youtu.be/cztK2Z6P4eI?si=tcz8T5rnNf68SCIP και το βιωματικό τραγούδι, ύμνος στην μελαγχολία, των αδελφών Κατσιμίχα: https://youtu.be/K8AjlQr6S-g?si=GAD8RHbDVZX6pCpj

Κι έπειτα μεταφέρομαι σχεδόν 60 χρόνια πίσω κι είμαι παιδί στην Τετάρτη Δημοτικού κι είμαι στο χωριό μου και με φωνάζει μια θειά μου που με θέλει να της διαβάσω το γράμμα που της έστειλε ο γιός της από τη Γερμανία, ανορθόγραφο, σύντομο,σπαρακτικό. : «Πατέρα, μητέρα, γειά σας. Τι κάνετε; Εγώ είμαι καλά και το ίδιο επιθυμώ και για σας. Ο γάιδαρος μας τι κάνει; Ο σκύλος είναι καλά; Πιάνει ακόμη λαγούς; Μάνα μη στεναχωριέσαι. Δουλεύω στο εργοστάσιο και γνώρισα άλλους δυο Έλληνες και κάνουμε παρέα. Σας στέλνω 20 μάρκα να τα εξαργυρώσει ο μπαμπάς στην τράπεζά, στη Χώρα, για να πας μαμά στο γιατρό, να σε γιατροπορέψει, να μη τυρανιέσαι άλλο. Αυτά ήταν τα νέα μου. Περιμένω γράμμα σας. Σας φιλώ το χέρι. Ο γιός σας.» -Μάνο! Μου έλεγε η θειά μου: Αφού μου διάβασες παιδί μου το γράμμα του κοπελιού μου, που χίλια καλά να σου δώσει ο Θιός, έλα εδά αντράκι μου να μου γράψεις ότι σου πω για να απαντήσω στον γιό μου απού ‘ναι στη ξενιθιά , το κακορίζικο! Σκουπίζοντας κρυφά με την μπολίδα της, τα δάκρυα της…

Άρχιζε να μου υπαγορεύει κι εγώ έγραφα, κι ένιωθα πως ήμουν «μεγάλος» γιατί συμμετείχα σε κάτι μεγάλο κι ένιωθα μεγάλη ευθύνη να γράψω σωστά ότι μου ‘λεγε γιατί ασυνείδητα καταλάβαινα πως κάτι πολύ ουσιώδες μεταφέρονταν στο χαρτί μέσα από τις λέξεις που έγραφα. Κι’ αφού τελείωνε το γράμμα, ένας θεός ξέρει με πόσα ορθογραφικά λάθη, το δύσκολο για μένα που μου ‘φερνε σχεδόν τρόμο ήταν η διεύθυνση που έπρεπε να αντιγράψω από το παραληφθέντα φάκελο στον καινούργιο αφού αυτή ήταν γραμμένη στα ΞΕΝΑ! Όταν επιτέλους τελείωνα, σάλιωνα τον φάκελο, τον έκλεινα, της τον έδινα, τον φιλούσε και μετά τον τοποθετούσε ψηλά στο ντουλάπι και περίμενε τον Ταχυδρόμο να περάσει την επόμενη βδομάδα-έπαιζε την σάλπιγγα για να ενημερώσει ότι έφτασε -για να του τον δώσει. Ξέχασα να πω πώς στο τέλος με «ποχαίριζε» ή με μια χούφτα σταφίδες ή πιο σπάνια, αν είχε, με μια χούφτα καθαρισμένα καρύδια, τα καλύτερα μου…Όπως θα καταλάβατε κι εσείς, πιο νόστιμα καρύδια στη ζωή μου από εκείνα δεν έχω ξαναφάει.


Παρασκευή, Ιουνίου 14, 2024

 

Ενσυναίσθηση, Συγχρονικότητα και Μεταφυσική Λογική

 Σήμερα το πρωί, όπως κάθε Σάββατο, πήγα στη λαϊκή αγορά που γίνεται στην Καλαμαριά. Πάρκαρα λίγο πιο κάτω και με τα πόδια έφτασα στην αρχή των πάγκων.

Εκεί είδα μια μαυροφορεμένη γυναίκα, γύρω στα εξήντα πέντε με εβδομήντα να στέκεται και να ζητιανεύει. Δεν την είχα ξαναδεί, πρώτη φορά ζητιάνευε σ’ αυτή την λαϊκή και κατά πάσα πιθανότητα πρέπει και να ‘ταν  αν όχι η πρώτη, μία από τις πρώτες φορές που ζητιάνευε.

Μπορούσες να το διακρίνεις από την στάση της. Απέπνεε μιαν αξιοπρέπεια και ταυτόχρονα μια ντροπαλοσύνη έτσι όπως μου απευθύνθηκε:

-Είμαι φτωχή, πολύ φτωχή παιδί μου, αν μπορείς δώσε μου μια βοήθεια…

(Κάνω εδώ μια παρένθεση για να πω πως, όπως οι χριστιανοί «βλέπουν» σε κάθε αναξιοπαθούντα, τον Χριστό να υποφέρει, κάπως έτσι κι εγώ. Μόνο που, αντί να «βλέπω» τον Χριστό να υποφέρει, «βλέπω» τη μάνα μου να υποφέρει -γιατί άραγε;- κι αυτό με ξυπνάει από το λήθαργο της συνήθειας και της αδράνειας.

Και παίζει σ’ αυτό το «βλέπω» δύο ρόλους ταυτόχρονα η μάνα μου: Από τη μια «στέκεται» δεξιά μου και με παροτρύνει:

-Αφού μπορείς να βοηθήσεις, άσε τις ντροπές και βοήθα όσο μπορείς –γιατί είναι αλήθεια ότι όποτε βρίσκομαι μπροστά σε ανθρώπους που ζητιανεύουν, σφίγγεται το στομάχι μου, με πιάνει μια ανεξήγητη ντροπή, κατεβάζω τα μάτια χαμηλά και ταυτόχρονα αισθάνομαι τύψεις λες κι είμαι εγώ ο υπαίτιος της κατάστασης του-.

-Από την άλλη «στέκεται» ζερβά μου, γίνεται η ίδια ζητιάνα και μου απλώνει το χέρι της… πως μπορώ να μη βοηθήσω; Μπορώ; Τη μάνα μου;

Επειδή δεν είχα ψιλά συνέχισα και μπήκα στη λαϊκή. Τελειώνοντας τα ψώνια μου επέστρεφα   προς το αυτοκίνητο μου και φθάνοντας πάλι στην κυρία που ζητιάνευε, έβαλα το χέρι στην τσέπη του μπουφάν μου όπου είχα όλα τα ψιλά που είχα πάρει για ρέστα και τα έβγαλα με σκοπό να της δώσω κάτι.

Κοιτάζοντας τα, είδα ότι ήταν ένα δίευρο, δύο κέρματα του ενός ευρώ, ένα κέρμα των πενήντα λεπτών και τρία κέρματα των δέκα λεπτών.

Σκέφθηκα να κρατήσω το πενηντάλεπτο, να το χρησιμοποιήσω για να πάρω καρότσι στο σούπερ μάρκετ, μια που θα πήγαινα σ’ αυτό, αμέσως μετά.  Σηκώνοντας όμως τα μάτια μου, είδα την κυρία που με κοίταζε και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μπήκα στη θέση της. -Τι έβλεπε; Έβλεπε ένα τύπο να κουβαλά σακούλες γεμάτες με όλα τα καλά, να προσπαθεί να ξεχωρίσει λίγα ψιλά για να της τα δώσει, νομίζοντας  ότι έτσι θα εξαγόραζε λίγη ησυχία για την συνείδηση του και ταυτόχρονα θα απομάκρυνε προσωρινά έστω  τις «έξι και μία τύψεις από τον ουρανό του».

Αυτόματα μου ’ρθε κι έριξα όλα τα κέρματα στο πιατάκι που κρατούσε…

-Ο θεός να στα δώσει πολλαπλάσια παιδί μου και να σ’ έχει καλά!

-Ο θεός δεν πρόκειται να μου δώσει τίποτα κυρία μου αλλά την ευχή σου την κρατώ, της είπα απομακρυνόμενος, ενώ κοίτα να δεις τι σου είναι το μυαλό: Αμέσως σχεδόν άρχισε να με οικτίρει ότι αφήνω να με κυριεύουν οι συναισθηματισμοί μου και δεν σκέφτομαι πιο λογικά και ψύχραιμα.  Πως θα έπαιρνα τώρα καρότσι απ’ έξω από το σούπερ μάρκετ; Θα έπρεπε να μπώ μέσα, να πάω στον πάγκο εξυπηρέτησης, να περιμένω μέχρι να έρθει κάποιος υπάλληλος να μου χαλάσει ένα εικοσάευρο, θα με κοιτούσε με μισό μάτι που θα του ‘παιρνα όλα τα ψιλά, αυτό θα το ’πιανα στον αέρα και θα με εκνεύριζε, μπορεί να του ‘λεγα και τίποτα γι’ αυτόν και τον γρύλο του κ.τ.λ. κ.τ.λ…

Τέλος πάντων, μπήκα στο αμάξι και είκοσι λεπτά αργότερα ήμουν στο παρκινγκ του σούπερ μάρκετ. Περπατώντας προς την είσοδο, πέρασα μπροστά από εκεί που βρίσκονται τα καρότσια. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βλέπω ένα υπάλληλο να έρχεται προς τα καρότσια, κρατώντας στο δεξί του χέρι το εργαλείο που έχουν για να απελευθερώνουν τα καρότσια χωρίς να χρειαστεί να βάλουν κέρμα στη σχισμή.

- Συγγνώμη, μήπως θα μπορούσα να έχω ένα καρότσι; του είπα.

- Πολύ ευχαρίστως μου είπε και απελευθέρωσε την αλυσίδα για να το πάρω.

- Χμ, μάλιστα, μην αρχίσεις τα…κουλά σου -είπα στον εαυτό μου- απλή σύμπτωση ήταν. Θυμήσου ότι μια με δυο φορές στις δέκα που έρχεσαι εδώ, συναντάς κάποιον υπάλληλο να είναι έξω και να τακτοποιεί τα καρότσια, οπότε 10% με 20% είναι μια καλή πιθανότητα και μπορεί να εξηγήσει άνετα αυτό που εσύ πας να μετατρέψεις σε μεταφυσικό…

Συμφώνησα…μαζί μου αν και είναι αλήθεια πως μια εσωτερική χαρά με συνεπήρε κι ένιωσα πιο ανάλαφρος..

 Έφυγα από το σούπερ μάρκετ και κατευθύνθηκα προς το Πανόραμα σε ένα φαρμακείο κοντά στο σπίτι μου για να αγοράσω διάφορα που ήθελε η γυναίκα μου.

Μπήκα στο φαρμακείο όπου βρίσκονταν 5 υπάλληλοι, 3 άντρες και 2 κορίτσια και  εξυπηρετούσαν 5-6 πελάτες που υπήρχαν  μέσα. Άρχισα να παρατηρώ σε μια γωνιά ένα ράφι με διάφορα είδη βιταμινών ώσπου ήρθε ένας από τους υπαλλήλους  και με ρώτησε τι ήθελα. Του έδωσα τη λίστα που μου είχε δώσει η γυναίκα μου και συνέχισα να εξερευνώ τα διάφορα συμπληρώματα διατροφής, διαβάζοντας το τι περιέχει το καθένα.

Μετά από 4-5 λεπτά με φώναξε ο υπάλληλος ότι  ήταν έτοιμα αυτά που είχα ζητήσει. Στράφηκα προς το ταμείο, όπου βρίσκονταν οι τρεις άντρες υπάλληλοι και τα δύο κορίτσια δίπλα στο ένα μέτρο.

-58 ευρώ, μου λέει ο ταμίας. Ανοίγω το πορτοφόλι μου, βγάζω τρία εικοσάευρα και του τα δίνω ενώ την ίδια ώρα παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου επάνω στον πάγκο του ταμείου ένα πενηντάευρο.

Κάνω την υπόθεση ότι το άφησε κάποιος πελάτης και περιμένει ρέστα. Μου δίνει πίσω 2 ευρώ, παίρνω την τσάντα μου και πάω να φύγω.

-Ε, που πάτε μου φωνάζει ο ένας από τους τρεις υπαλλήλους, αφήσατε αυτό το πενηντάευρο πάνω στο πάγκο του ταμείου.

Γυρνάω πίσω. –Όχι του λέω εγώ έδωσα τρία εικοσάευρα και πήρα ρέστα δύο ευρώ.

- Μπα, σίγουρα βγάλατε πρώτα το πενηντάευρο, το αφήσατε πάνω στον πάγκο και μετά όταν ακούσατε ότι κάνουν 58 ευρώ, βγάλατε και δώσατε και τα τρία εικοσάευρα. Εξ άλλου ποιανού άλλου να είναι;

Γυρνάω ενστικτωδώς και κοιτάω. Όλοι οι πελάτες έχουν φύγει. Είμαι μόνο εγώ μέσα στο φαρμακείο.

- Σίγουρα είναι δικό σας, πάρτε το μου λέει.

Η σιγουριά του σχεδόν με πείθει. Το παίρνω και φεύγω. Πηγαίνω ακριβώς δίπλα που είναι το Goodys, να πάρω κάτι για την κόρη μου.

Όση ώρα περιμένω, σκέφτομαι:

Ήταν σίγουρα δικό μου; Ήμουν τόσο αφηρημένος και δεν κατάλαβα ότι έβγαλα δύο φορές χρήματα από το πορτοφόλι μου; Όχι, σίγουρα δεν είναι δικό μου, αφού θυμήθηκα ότι έβγαλα να πληρώσω στο σούπερ μάρκετ κι είχα μόνο εικοσάευρα αφού τα είχα πάρει από το ΑΤΜ. Αυτόματα άρχισε ο παρακάτω εσωτερικός διάλογος:

-Τώρα, πως το εξηγείς αυτό;  Έπιασε η ευχή της κυρίας στη λαϊκή;

-Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια καραμπινάτη…ετεροχρονισμένη Συγχρονικότητα που έλεγε κι ο Γιούνγκ;

-Άσε τις βλακείες, σοβαρέψου! Σίγουρα κάποιος από τους προηγούμενους πελάτες πλήρωσε, ο ταμίας πιθανώς να του έδωσε και ρέστα και ξέχασε να πάρει το πενηντάευρο και να το βάλει μέσα στο ταμείο.

Άρα, αν ισχύει αυτό, πήγαινε πίσω στο φαρμακείο και κόψε κίνηση. Μπορεί να κατάλαβαν τι συνέβη και να σε περιμένουν να το επιστρέψεις. Σκέψου και τον ταμία, που θα ’χε θέμα όταν θα έκανε κλείσιμο.

Πήρα την παραγγελία από το Goodys και κατευθύνθηκα προς το φαρμακείο. Έφθασα απ’ έξω κι ετοιμάστηκα να μπώ. Πίσω από την μεγάλη τζαμαρία στέκονταν οι υπάλληλοι και συνομιλούσαν, κοιτάζοντας προς τον δρόμο. Κοντοστάθηκα, τους κοίταξα, με κοίταξαν κι αυτοί, με αναγνώρισαν, μου χαμογέλασαν και συνέχισαν να μιλούν αμέριμνα. Άρα δεν ίσχυε η λογική μου εξήγηση.

Δεν άνοιξα την πόρτα. Συνέχισα προς το αυτοκίνητο μου, αλλά να πω πως με κατέκλισε μια αγαλλίαση; Ένα ωκεάνιο συναίσθημα; Να το πω. Όχι βέβαια για το ότι μου είχε «επιστραφεί» ένα πολλαπλάσιο ποσό από αυτό που έδωσα αλλά γιατί μπορεί να πιάνει καμιά φορά μια ευχή αν είναι ειλικρινής ή κι ο Γιούνγκ μπορεί να έχει ένα δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι η πεταλούδα που εμφανίστηκε το δωμάτιο του ένα βράδυ, ήταν μια ψυχή που πήγε να τον επισκεφτεί…

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο το έγραψα το 2007. Το είχα ξεχάσει τελείως και το ανακάλυψα τυχαία σήμερα καθώς έψαχνα για κάτι άλλο στα αρχεία μου κι είπα να το μοιραστώ μαζί σας. Αλήθεια, εσείς έχετε τέτοιες εσωτερικές συνομιλίες με τον εαυτό σας συχνά; Κι αν ναι, ποιος εαυτός κερδίζει;

Μ.Ν. 2024-06-14

Παρασκευή, Μαΐου 03, 2024

 

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΑ-ΕΝΣΤΑΝΤΑΝΕ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΛΙΑ.

Μικιό κοπέλι ήμουνε μια Μεγαλοβδομάδα

κι ήτανε αξημέρωτα μια ν-ταχινή τ’ Απρίλη

όντε νε ξεκινήσαμε εγώ μαζί κι η Μάνα

να πάμε η στ’ αμπέλι μας φύλλα για να μαζώξει

εκείνα που ‘ταν τρυφερά ντολμάδες για να κάνει.

Στο γάιδαρο καθόμουνε, απάνω στο σωμάρι

κι εβάστου με τα χέρια μου σφιχτά τα δυό σκαρβέλια

γιατί ‘ταν κακοτράχαλο, στενό, το μονοπάτι

μ’ ανηφοριές, κατηφοριές, με πέτρες και με βάτους.

Βουνά ‘τανε γυρού-γυρού και έκανε κρυγιώτη

κι η πάχνη είχε απλωθεί απάνω εις τα χόρτα

μα μιας στιμής επρόβαλε ο Ήλιος απ’ το Δέτη

και ζέστανε τα χέρια μου κι όλης της Γης τσι τόπους

Αμέσως εντακάρανε πουλιά να κελαηδούνε

τα ζυγαρδέλια να πετούν κι οι κοτσυφοί να χλούφτουν

κι οι πέρδικες η τσι πλαγιές κι οπίσω περδικάκια

μέλισσες να βουίζουνε πάνω τσι ασπαλάθους

που τσι ξεσυνερίζουνταν στη μυρωδιά οι Ερίκοι

τ’ αχινοπόδια κι οι σφακές μαζί με τσ’ αστυράκους

Όχι πως εστερούσανε σε ομορφιά τα σκίνα

οι μαχαιρίδες κι η ταγή κι όλες οι παπαρούνες

 

 Άχι και να ‘ταν μπορετό τη σημερνή-ν ημέρα

για μιαν ελάχιστη στιγμή, όσο κρατεί μια λάμψη

να ζωντανέψει μέσα μου εκείνο το κοπέλι

που ‘νιωσε πως επέτανε ψηλά η στον αέρα

κι ήταν πουλί με τα πουλιά και χόρτο με τα χόρτα…

 2-5-2024 Μ.Ν.

 

Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2024

 

65

Γεωμετρώ την καρδιά μου και την βρίσκω ότι «έστιν καλώς». Επιλύω τα προβλήματα μου όχι δια της ατόπου αλλά με την ευθεία μέθοδο της παράδοσης και της άφεσης (Surrender / Let go).

Μου πήρε χρόνια και πολύ προσπάθεια για να καταλάβω ότι δεν χρειαζόταν όλος αυτός ο κόπος για να βρεθώ στο «Τώρα».

Μήπως ξεπέρασα τους πολλούς φόβους μου και τις ανασφάλειες; Ούτε κατά διάνοια.

Έμαθα όμως να μαθαίνω κάθε μέρα, πως δεν λύνονται έτσι κι αλλιώς. Μόνο η διαφυγή μέσα από την κοσμική σκουληκότρυπα (wormhole) οδηγεί στο Σύμπαν της Συνείδησης όπου συνυπάρχει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ταυτόχρονα. Σ’ αυτό το άχρονο κενό υπάρχει μακαριότητα.

Πως το κάνω; Παρατηρώντας τό «Τώρα». Τα καταφέρνω; Σχεδόν ποτέ. Αλλά αυτό το σχεδόν αφήνει μια χαραμάδα αρκετή για να υποψιαστείς τι κρύβεται στην άλλη πλευρά.

Σ’ αυτό το μοναχικό ταξίδι, κουβαλώ στο δισάκι μου δυο όπλα που με βοηθούν να διαβώ πάνω από τα ποτάμια του θυμού και του φόβου μου: Την Συγχώρεση και την Ευγνωμοσύνη. Με την πρώτη δεν τα πάω ακόμη καλά.( γιατί δεν συγχώρησα ακόμη τον εαυτό μου άρα πως να συγχωρήσω τους άλλους; ). Με την δεύτερη κάπως καλύτερα.

Κάπου ενδόμυχα το ξέρω: Αξίζει να προσπαθείς να γίνεις αυτό που είσαι ήδη από πάντα. Αξίζει το στιγμιαίο συνειδητό «κοίταγμα» του Όλου.

Σας αγαπώ μόνο αγαπώντας με. Γιατί «Είμαι Αυτός που Είμαι». Όπως κι εσείς άλλωστε…

Φιλιά.

Υ.Γ. Άλλα ξεκίνησα να γράψω-πιο συναισθηματικά, πιο αγαπησιάρικα μιας που "κλείνω" σήμερα 65 περιστροφές γύρω από τον φωτοδότη Ήλιο κι αλλού ξετέλεψα. Ίσως γιατί ο εντός μου Παρατηρητής, έχει το πάνω χέρι, πλέον..

28-01-2024 Μ.Ν.


Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 01, 2022

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

(ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ)

Κάτω από αυτές τις πέτρες, ήταν το χωμάτινο δάπεδο που έκανα τα πρώτα μου βήματα.

Αυτά τα γκρεμισμένα δοκάρια που στήριζαν κάποτε τα σανίδια του οντά, τώρα σαπίζουν, βουτηγμένα στη λήθη.

Αυτά τα πιθάρια αναδίδουν ακόμη την μυρωδιά του σταριού, της ταγής και του άχυρου.

Αυτές οι αγκάθες που φύτρωσαν σ’ αυτά τα χαλάσματα με πονούν βαθιά, καθώς τρυπούν τις ξυπόλυτες πατούσες της μνήμης μου.

Αν βλέπατε με τα μάτια μου, θα διακρίνατε κάτω από τις πεσμένες από τους τοίχους πέτρες, τον σταμνοστάτη και πάνω του το λαήνι γεμάτο δροσερό νερό, ενώ εκεί που είναι ρίζες της συκιάς θα βλέπατε Χειμώνα καιρό, την φωτιά να σιγοκαίει στην παραστιά και τον καπνό να σας τσούζει τα μάτια, καθώς φυσά ο αέρας και τον γυρίζει πίσω από τον ανηφορά.

Ίσως να σας τρυπούσε την μύτη κι η μυρωδιά της ρίγανης και της φρέσκιας φασκομηλιάς που είναι απλωμένη, να, πάνω στο δώμα για να ξεραθεί, Γιούλη μήνα, που βράζει ο τόπος απ’ τη ζέστη.

Κάποιοι, είμαι σίγουρος, θα βλέπατε ακόμη και τους παππούδες μου να τριγυρνούν σαν φαντάσματα στον ιριδίζοντα αέρα.

Κι εγώ που τα γράφω τώρα όλα αυτά, αναρωτιέμαι σε ποιο «Τώρα» ζω: Στο «τώρα» των χαλασμάτων ή στο «τώρα» που όλα βρίσκονται στη θέση τους, η εντροπία δεν υπερίσχυσε, είμαι ακόμη κοπέλι και παίζω έξω στην αυλή κι ακούω τη μάνα μου να μου φωνάζει, μέσα από το σπίτι:

-Μάνο, έλα παιδί μου να κλάψουμε μαζί για το «τώρα» που θα γράψεις μετά από πολλά χρόνια, γιατί δε θα ‘μαι τότε μαζί σου, για να σου σκουπίζω τα δάκρυα με την μπολίδα μου, να σε παρηγορήσω…







Τετάρτη, Αυγούστου 31, 2022

 ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΜΕΡΑ…

Αυτή τη μικρή φωτογραφία, τη βρήκα σ’ ένα παλιό συρτάρι, τώρα που κατέβηκα στο πατρικό μου, στο Χωριό. Θα πρέπει να ήταν πάνω σε κάποιο σχολικό πάσο, μιας που φαίνονται τα σημάδια από το συρραπτικό στις άκρες της. Υπολογίζω ότι είχε τραβηχτεί πριν από πενήντα περίπου χρόνια.
Πέραν από το αστείο του πράγματος -κολλημένο μαλλί, μια παράταιρη σοβαρότητα- διακρίνω και μια υποβόσκουσα μελαγχολία στα μάτια, χωρίς να είμαι βέβαιος αν αυτή «αναδύεται» μέσα από τα μάτια της φωτογραφίας ή «προβάλλεται» από τα τωρινά μου μάτια, που την βλέπουν. Εικάζω, ότι ισχύουν και τα δύο…




Κυριακή, Αυγούστου 07, 2022

 Σήμερα βρίσκομαι στη Δαμάστα, στο χωριό του πατέρα μου. Πήγα με τον αδερφό μου στο σπίτι του λεβέντη γέρου, του Βάγγελα. Μας κέρασε μέλι και καρύδια και χορτοκαλίτσουνα και βέβαια παγωμένες ρακές. Είπαμε ιστορίες παλιές, για την κατοχή και για τα πέτρινα παιδικά χρόνια. Μεταξύ άλλων έμαθα για την λεβέντισσα την γιαγιά μου, την Σωτήραινα, που κουλάντριζε οκτώ γιούς που δεν δέχονταν μύγα στο σπαθί τους αλλά μπροστά της, στέκονταν προσοχή. Παραθέτω εδώ δυό κουβέντες της που έμαθα σήμερα και μ' έκαναν πολύ περήφανο που είχα τέτοια γιαγιά. Την πρώτη την είπε όταν έγινε το σαμποτάζ της Δαμάστας που είχαν στήσει ενέδρα και σκότωσαν τους Γερμανούς. Μαζεύτηκαν μετά το σαμποτάζ στην πλατεία τα γυναικόπαιδα και κάποιοι γέροι και κάποιοι είπαν να ειδοποιήσουν τους Γερμανούς που έρχονταν από τη Χώρα ότι ξενοχωριανοί έκαναν το σαμποτάζ και όχι Δαμαστιανοί για να γλυτώσουν τα αντίποινα. Τότε η γιαγιά μου, είπε: -Εγώ έχω οκτώ γιούς για μαχαίρι, αλλά σπιούνος δεν γίνομαι. Έτσι τους απέτρεψε και δεν πρόδωσε κανείς στους Γερμανούς, ποιοι ήταν αυτοί που συμμετείχαν στο σαμποτάζ. Η δεύτερη κουβέντα της ήταν μια ευχή που έκανε σε μια νύφη και στο γαμπρό, την ημέρα που παντρευόταν: - Εύχομαι να σας θάψουν τα κοπέλια σας και να μη θάψετε εσείς κοπέλι! (Αυτή είχε θάψει δυό γιούς)

 

ΤΙΜΗ ΣΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ

Περπατώντας σήμερα το απόγευμα στο λόφο του Πανοράματος, έφτασα μέχρι πέρα την άκρη του μονοπατιού, που λίγοι πηγαίνουν, κι είδα χαμηλά, αναμμένα τα φώτα της Θέρμης κι αριστερά ξεχώρισα το αεροδρόμιο του ΣΕΔΕΣ.

Μου ‘ρθε λοιπόν στο νου μου ο Φλουρόκωστας να μου διηγάται, μεγάλος πια, κι εγώ  τριαντάρης, όταν κατέβαινα στο χωριό, πως «έκανα χωροφύλακας πριν από εξήντα και παραπάνω χρόνια στη χωροφυλακή που ήταν δίπλα από του ΣΕΔΕΣ και μπορώ να πω πως επέρασα καλά, εγνώρισα και μια κοπελιά, να μη ντα λέμε δα, δε πρέπει…».

Και όπως όλοι ξέρουμε, η μια σκέψη φέρνει την άλλη, όπως πίσω από την κλώσα, το ένα κοτοπουλάκι ακολουθεί το άλλο στη σειρά, έτσι λοιπόν η επόμενη θύμηση που μου ‘ρθε στο μυαλό ήτανε πάλι ο Φλουρόκωστας να λέει στη παρέα:

«…Μα εμότσαρα ντονε εγώ οψές. Είδα τονε να περνά απ’ όξω από το σκολειό και προβαίρνω και του λέω: - Δε ντρέπεσαι μπρε; Ήντα ‘ναι τουτανά που λες και κάνεις; Γατές το πως δε θα σου βγούνε σε καλό, γι’ αυτό έλα στα σύγκαλα σου…»

Ε, λοιπόν, αυτή τη λέξη, είχα να την ακούσω σχεδόν εξήντα χρόνια! Ήχησε τόσο νέα και δροσερή που «έγραψε μέσα μου αλλιώς»…

Είπα λοιπόν κι εγώ, να την τιμήσω αυτή τη λέξη, για την τιμή που μου ‘κανε να με επισκεφτεί μετά από -πόσα είπαμε;- σχεδόν εξήντα χρόνια. Σκέφτηκα λοιπόν να την βάλω μέσα σε μια μαντινάδα ή ακόμη καλύτερα σε δύο:

Εμότσαρε με το μυαλό

γιατί δε ν-του φρουκούμαι

για δε μ-περνά αργαδινή

να μη σ’ αναστορούμαι

 

Εμότσαρε με το μυαλό

γιατί κι όντε κοιμούμαι

άφτω κερί στον ύπνο μου

και σου ξομολογούμαι

 

   *Εμότσαρε με το μυαλό γιατί δε ντου φρουκούμαι = Μου έκανε παρατήρηση, με μάλωσε το μυαλό,-η λογική- γιατί δεν το ακούω (κι ακολουθώ την καρδιά μου).

Κυριακή, Δεκεμβρίου 26, 2021

 Μην πατάς τον Χριστό!

Χωριό. Εφτά(?) χρονών. Μέρες των Χριστουγέννων. Γυρνώ από το σπίτι της θειάς μου της Μαργιώρας, στο σπίτι μας, στο Πανοχώρι. Την διαδρομή δεν την λες ούτε καν σοκάκι. Ένα χωμάτινο, λίγο φαρδύ, ανηφορικό μονοπάτι είναι, σπαρμένο με ριζιμιές πέτρες αλλά και χαλίκια εδώ κι εκεί. Έχω φτάσει έξω από του Πετρογιώργη το σπίτι, όταν σκοντάφτω σε μια πέτρα και πέφτοντας χτυπάω στο γόνατο. Ο πόνος είναι οξύς.
Κι άκου τώρα τι "δρόμους" παίρνει το μυαλό ενός εφτάχρονου: Πρόσφατα(?) είχα μάθει πως ο Χριστός ήταν άνθρωπος μα και Θεός. Κι ο Θεός ήταν πανταχού Παρών. Άρα σκέφτηκα, αστραπιαία, πως ο Χριστός βρισκόταν παντού! Άρα και στον αέρα και στα δέντρα ΚΑΙ στο χώμα πού πατούσα!
Κι αφού ήταν και άνθρωπος, θα πονούσε. Και πόσες χιλιάδες άνθρωποι, ζώα, αυτοκίνητα, τον πατούσαν! Κι όμως, όχι μόνο δεν παραπονιόταν, αλλά μας αγαπούσε κιόλας!
Σηκώθηκα, ξεσκόνισα το λερωμένο παντελόνι μου κι ένιωσα λίγο μιάν ντροπή για μένα που πήγα να βάλω τα κλάματα και ένα θαυμασμό και μιαν απέραντη συμπόνια προς Αυτόν που υπέφερε και πονούσε τόσο πολύ κι όμως δεν έβγαζε κιχ!
Άρχισα να περπατώ κάνοντας μεγάλες δρασκελιές για να πατώ λιγότερες φορές στο χώμα. Κι όχι μόνο αυτό. Σχεδόν κατάργησα την βαρύτητα. Για να "πατώ" το Χριστό όσο πιο απαλά γινόταν. Έτσι έφτασα στο σπίτι μας πλημμυρισμένος από ένα πρωτόγνωρο αίσθημα, σήμερα θα το ονόμαζα, υπερβατική εμπειρία. Που κράτησε μέχρι που, ανοίγοντας την εξώπορτα για να μπω μέσα, με βλέπει η μάνα μου και μου φωνάζει:
Που έπαιζες πάλι και λέρωσες το πατελόνι σου;

Πέμπτη, Αυγούστου 05, 2021

 Reincarnation

Φίλα με. Να νιώσω τα χείλη σου στα χείλη μου.

Γύρε το κεφάλι σου στον ώμο μου, να νιώσω το βάρος του.

Και κράτα αυτή τη στιγμή…

Γιατί θα έρθει ο καιρός αγάπη μου που θα γίνουμε αερικά.

Διάφανοι. Χωρίς βάρος. Χωρίς πυκνότητα.

Σ’ αυτό τον κόσμο των αερικών δεν θα έχουμε καμιάν έγνοια, κανένα βάσανο.

Θα έχουμε μεγάλη αγάπη μεταξύ μας και για όλα τα αερικά εκείνου του κόσμου.

Μόνο να, σε κάθε προσπάθεια που θα κάνουμε για να φιληθούμε,

δεν θα ‘ναι εφικτό.

Γιατί θα είμαστε τόσο διάφανοι που ο ένας θα περνάει μέσα από τον άλλο.

Κι ούτε ν’ αγκαλιαστούμε, θα μπορούμε. 

Όμως θα περάσει ο καιρός…και μια μέρα θα σου πω:

-Θέλεις να ξαναγυρίσουμε πίσω, στον παλιό τον κόσμο; Εκεί που όλα ήταν δύσκολα; Πολύ δύσκολα…

Και θα μου πεις:

-Μα ξέρεις, τον Απαράβατο Κανόνα, αγάπη μου. Αν γυρίσουμε πίσω, δεν  θα θυμόμαστε ο ένας τον άλλον. Θα πρέπει να γνωριστούμε ξανά από την αρχή. 

Κι τότε εγώ θα σου ψιθυρίσω: 

-Δεν αξίζει να ξανασμίξουμε για να φτάσει πάλι η στιγμή που θα σου πω:

Φίλα με. Να νιώσω τα χείλη σου στα χείλη μου.

Γύρε το κεφάλι σου στον ώμο μου, να νιώσω το βάρος του.

Κι αφού το σκεφτείς για λίγο, θα μου πεις: - Ναι, θέλω. Αξίζει…

31-7-2021 Μ.Ν.

Τρίτη, Αυγούστου 03, 2021

                 ΔΑΜΑΣΤΑ 1944

Δευτέρα μέρα ήτονε, εικοσιμιά τ’ Αυγούστου

πρωί-πρωί αχάραγα κι οι άθρωποι κοιμούνταν

οντέ ν’ εκούσανε φωνές, χτυπήματα τσι πόρτες

και όλοι εξεσμιλώθηκαν: Μα ήντα μπρέ συμβαίνει;

Ήταν οι σκύλοι οι Γερμανοί που χτύπαγαν τσι πόρτες…

Εδιατάξα τζι λοιπόν, νέους, παιδιά και γέρους

να βγούνε στον αμαξωτό κι έκεια να μαζωχτούνε.

Κι αρχίσαν να διαλέγουνε τσι πια καλούς τσι άντρες

και όλοι εθαρούσανε πως ήθελα τσι πάρουν

να πάνε για να κάνουνε καμία αγγαρεία.

Τριάντα νέους διάλεξαν, τριάντα παλικάρια

κι ανάμεσα τους ήτονε κι ο μπάρμπας μου ο Μανώλης

απού ‘χε αρραβωνιαστεί την θειά μου την Ελένη 

και ήταν ο πρωτότοκος από οκτώ αδέρφια.

Μόλις τ’ αντιλαμβάνεται ο μπάρμπας μου ο Χαρίτος

γλακά στον επικεφαλής και τον παρακαλάει:

Κάνει ντου με νοήματα ν΄αφήσει τον Μανώλη

πως έχει τάχα «πίκολο», να πάρουνε εκείνο.

-Ράους! φωνιάζει ο φρουρός και βάνει τον με τσ’ άλλους

και λέει τ’ άλλου μπάρμπα μου να βγει από τον κύκλο.

(Ο μπάρμπας μου ο Χαρίδημος ήτανε παλικάρι

άντρας απ’ τσι καλά καλούς και με περίσσια χάρη

Ήταν τριάντα δυό χρονώ κι όλοι τον αγαπούσαν

και για την καλοσύνη ντου όλοι τονε τιμούσαν)

Εβάλα τζι με απειλές εις το καμιόνι απάνω

κι όλοι αναρωτιούντανε που τάχα να τσι πάνε.

Όπως και αποδείχτηκε, το ‘χαν προσχεδιάσει

κι οντέ νε φτάξαν στη στροφή που ‘ναι το Κερατίδι

εστέσανε το φορτηγό και τες τσι βγάλαν όξω

και με φωνές και με σπρωξές τσι βάλαν στο λαγγούφι.

Δεξά-ζερβά τσι δυό πλαγιές είχανε πολυβόλα

κι αρχίσαν να τους ρίχνουνε και τσι σκοτώσαν όλους…

Τόσα να χρόνια πέρασαν, τόσα να χρόνια πάνε..

Εξήντα χρόνων γίνηκα μ’ ακόμη το θυμούμαι

να μου δηγάται η μάνα μου τούτη την ιστορία

καβάλα η στο γάιδαρο και γω εις τα καπούλια

κάθα φορά που πιέναμε στο κάμπο τσι Δαμάστας

να κλαίει, να μοιρολογά κι εγώ να συγκινούμαι…

Οι άθρωποι ποθένουνε μόνο σα τσι ξεχνούμε,

κι εγώ απού ‘μαι πια μικιός κι απ’ τσι μικιούς ακόμη,

γράφω η τα ονόματα των αδικοχαμένω

να τσι θυμάται ο κάθα εις, να τωνε ξεμιστεύγει:

Ήτανε δυό Κουντούρηδες και ένας Παπαδάκης,

Έξε Σαρρήδες –μάνα μου!- κι ο Νίκος ο Περάκης.

ήταν ο Κλίνης ο Γιωργής και τρεις: Κουγιουμουτζάκης,

του Στρατηδάκη οι δύο γιοί και δυό: Νικολουδάκης.

Τρεις ήτανε Τριγώνιδες και δυό ήταν: Μαυράκης,

δυό και οι Μαντουφάρηδες και δυό: Κρουσανιωτάκης.

Ήτανε δυό Λιαδάκηδες κι ο Γιώργης ο Μαρούσης

Τον Θρήνο των μανάδων τους, καλιά να μην ακούσεις…


Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2020

                               ΕΡΩΤΙΚΟΝ

Είναι βραδιές που σκέφτομαι ο ύπνος σαν με πάρει

πως θα ‘ρθεις μέσα στ’ όνειρο δίπλα στο μαξιλάρι

να μου χαϊδέψεις το λαιμό με την αναπνοή σου

και με το βλέμμα να μου πεις πως είμαι όλη δική σου

       

Κι εγώ μέσα στο όνειρο θα γίνω ένας άλλος

αυτός που εσύ φαντάστηκες και μ’ όλο μου το θάρρος

θα σου χαϊδέψω τα μαλλιά και θα σε αγκαλιάσω

και μέσα στο κορμάκι σου θα μπω για να μονάσω


Όσο γλυκύ ‘ναι τ’ όνειρο τη νύχτα που κοιμάσαι 

όταν ξυπνήσεις το πρωί και το αναστοράσαι

φέρνει μια πίκρα στην καρδιά πόνο στα σωθικά σου

γιατί ‘ταν ένα Όνειρο μέσα στην ερημιά σου…

                 6-7-2020 Μ.Ν.


                                     Το μουδιασμένο πόδι

Από μικρός που ήμουν, μ’ άρεσε το διάβασμα. Διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου. Μέχρι τα δέκα μου, όσο ήμασταν στο χωριό, διάβαζα Ντομινό, Βεντέτα, Ρομάντζο και Θησαυρό. 

Είχα διαβάσει κι ένα βιβλίο που αναφερόταν στην μαντάμ Κιουρί και την ανακάλυψη της που ήταν το ράδιο, καθώς και ένα βιβλίο προπαγάνδας που είχε στείλει η χούντα στους Γεωργικούς Συνεταιρισμούς και το μόνο που θυμάμαι είναι μία φράση που μου έκανε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν καταλάβαινα και τι σήμαινε και η οποία επαναλαμβανόταν σχεδόν σε κάθε σελίδα: Φαύλος κύκλος.

Μετά βρεθήκαμε στην πόλη. Δύσκολες εποχές. Είχα ανακαλύψει όμως κοντά στη γειτονιά μου, στην Καλλιθέα, επί της οδού Θησέως, λίγα μέτρα πριν την διασταύρωση της με την Δαβάκη, ένα βιβλιοχαρτοπωλείο, όπου όποτε περνούσα απ’ έξω χάζευα τα βιβλία στη βιτρίνα του. Κάποιο απόγευμα, που είχε κόσμο μέσα, πήρα το θάρρος και μπήκα κι εγώ. Είδα ότι δεν με ενόχλησαν, πήρα κάποιο βιβλίο από τον πάγκο και το ξεφύλλισα κι ύστερα κι άλλο. Διάβασα κάποια αποσπάσματα, ένας καινούργιος κόσμος μου αποκαλύφθηκε. Το άλλο απόγευμα ξαναπήγα. Για να μην τα πολυλογώ το ‘κανα στέκι μου. 

Με συμπάθησε κι ο βιβλιοπώλης και δεν μου ‘λεγε τίποτα που τόσα απογεύματα πήγαινα και δεν αγόρασα ποτέ κανένα βιβλίο. Μόνο κάτι τετράδια και μολύβια. Έτσι διάβασα αρκετά βιβλία όρθιος. Όταν κουραζόμουν, καθόμουν στις φτέρνες με λυγισμένα πόδια κι έριχνα το βάρος μου πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Ήταν τόσο μαγικά αυτά που διάβαζα, ζούσα σ’ ένα φανταστικό κόσμο, ξεχνιόμουν τελείως κι η ώρα περνούσε νεράκι κι όταν έκανα να σηκωθώ, χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν το μουδιασμένο μου πόδι..

Αργότερα ανακάλυψα την δανειστική βιβλιοθήκη του Πλανηταρίου στην Συγγρού. Άλλη μαγεία αυτή. Εδώ είχε και τραπέζια μεγάλα με καρέκλες που μπορούσα να καθίσω μαζί με άλλους -πολύ μεγαλύτερους από μένα- και να διαβάσω όση ώρα ήθελα κι ότι μ’ άρεσε το δανειζόμουνα.

Όμως δεν είχα κάποιον να με καθοδηγήσει και να με συμβουλέψει τι να διαβάσω. ‘Έτσι διάβαζα χαοτικά κι ανάκατα, με συνέπεια να έχω σήμερα πολλά κενά, όσον αφορά σε σπουδαία βιβλία που θα έπρεπε να τα είχα διαβάσει σε κείνη την ηλικία.

Σιγά-σιγά άρχισα ν’ αγοράζω τα πρώτα δικά μου βιβλία. Καζαντζάκη, Λουντέμη, Ελύτη, Τάσο Λειβαδίτη, Χέρμαν Έσσε, Καμύ, Δημήτρη Χατζή, Άρη Αλεξάνδρου, Στρατή Τσίρκα, Γιώργο Ιωάννου, Μάλκολμ Λόουρυ, Μίλαν Κούντερα, Ασίζ Νεσίν κι εκατοντάδες άλλους, στα χρόνια που ακολούθησαν.

Πέρασαν τα χρόνια και μου ‘γινε συνήθεια να πηγαίνω στα μεγάλα πια βιβλιοπωλεία που υπήρχαν και να ξεφυλλίζω βιβλία, κυρίως τα Σάββατα, μέχρι να βρω κάποιο που μ’ άρεσε να τ’ αγοράσω. Σπάνια, όταν τύχαινε και με συνέπαιρνε κάποιο βιβλίο και περνούσα ώρα όρθιος διαβάζοντας το, καθώς μετακινούσα το βάρος του σώματος, ένιωθα να τρυπούν βελόνες το μουδιασμένο μου πόδι..

 Τότε -κοίτα να δεις τι μνήμες μπορεί να κουβαλά ένα μούδιασμα- ένιωθα πάλι αυτή την μαγεία, «έμπαινα» πάλι σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο που μου αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά, σ’ εκείνο το συνοικιακό βιβλιοχαρτοπωλείο, στην Καλλιθέα, επί της οδού Θησέως, λίγα μέτρα πριν την διασταύρωση της με την Δαβάκη..

Αφορμή για να γράψω τα παραπάνω ήταν το αριστουργηματικό τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά που άκουσα πάλι σήμερα, στο ραδιόφωνο, «Μπάσταρδος γιός» από τον άλμπουμ του «Καλλιθέα», στην οποία Καλλιθέα έζησα απ’ τα δέκα μου μέχρι τα δεκαοκτώ.

Μ.Ν. 7 Μαίου 2020

                                  ΚΡΑΤΑΜΕ ΓΕΡΑ

    Τούτες τις μέρες που ο άνεμος μας κυνηγά*, λέω πως πρέπει να πατούν γερά στο χώμα για να μην «ξεστρατίσουν» δυο «πράματα»: Και το μυαλό και η καρδιά.

    Για το μυαλό έχω την αγαπημένη μου Γεωμετρία να με βοηθά. Όποιος έχει νιώσει να «χάνεται» σε «γεωμετρικούς τόπους» και κομψές αποδείξεις δύσκολων ασκήσεων, καταλαβαίνει πολύ καλά τι εννοώ.

    Για την καρδιά πάλι γυρνώ, κατά πως ο καθένας νομίζω θα έκανε, στο «μέσα μου παιδί» κι αυτό μοιραία με οδηγεί  που αλλού; Πίσω, στις ρίζες μου. 

    Έτσι, μιας και δεν θέλω να σας βαρύνω, δεν θα παραθέσω καμιά απόδειξη, καμιάς άσκησης Γεωμετρίας, επιτρέψτε μου όμως να σας  στείλω «από καρδιάς», δυό μαντινάδες για τον Χρόνο που σ’ αυτή την συγκυρία που ζούμε κι αυτός φαίνεται πως σταμάτησε να τρέχει και κυλάει πιο αργά…

Ο Χρόνος γιαίνει τσι πληγές

των αλλωνών αθρώπω

μα τη δική μου τη πληγή

δε βρήκε ακόμη τρόπο

       Μ.Ν. 12/04/2020

Γιαίνει =γιατρεύει


Ο Χρόνος λένε πως περνά

κι οπίσω δε γιαγέρνει

κι ότι κι αν έζησε κανείς

σε μια στιγμή διαβαίνει

       Μ.Ν. 12/04/2020


γιαγέρνει = γυρίζει

* = Γιάννης Ρίτσος

14-4-2020 Μ.Ν.


                                                           Η Άγρια Απιδιά

Εγώ, ένα φτωχό δέντρο, η Απιδιά όπως είμαι γνωστή, φύτρωσα εδώ σ’ αυτό το χώμα, από τύχη αγαθή, καθώς κάποιο πουλί, πετώντας, άφησε να πέσει από το ράμφος του ο σπόρος της μάνας μου και να ‘μαι!

Κάθε μέρα αγναντεύω από την μια τον Χορτιάτη κι απ’ την άλλη τα σπίτια των ανθρώπων. Οι παππούδες μου ζούσαν χιλιάδες χρόνια πίσω, πριν κι απ’ τα χρόνια του Ομήρου που τους αναφέρει, και οι ρίζες μου είναι βαθιά χωμένες στο χώμα για να αντέχω την οργή του ανέμου το χειμώνα και να ρουφώ το υπόγειο νεαρόν ύδωρ στην κάψα του καλοκαιριού.

Δίπλα μου περνά ένας «δρόμος των ανθρώπων» κι αυτό παρά λίγο να μου στοιχίσει τη ζωή. Ευτυχώς μόνο από τη μεριά του με κλάδεψαν για να μην τους ενοχλώ..

Εδώ λοιπόν σ’ αυτή την φωτογραφία, μια που ‘ναι Άνοιξη, με βλέπετε γεμάτη με άνθη να περιμένω τις φιλενάδες μου τις μέλισσες για ν’ αρχίσουμε τα φιλιά. Ειδικά σήμερα με βλέπετε να σιγοκουβεντιάζω με την αδελφή μου την Βροχή που πέφτει στα φύλλα μου και ώ τι χαρά, περιμένω και το αεράκι να φυσήξει για να σκορπίσει το άρωμα μου ολόγυρα..

Αν και πολλών χρόνων, ζω μόνο στο Παρόν, αφού παρελθόν και μέλλον για μένα δεν υπάρχει, αυτές οι ρίζες βλέπετε, είναι αμετακίνητες..

Το μόνο που με στενοχωρεί λίγο, είναι αυτοί οι άνθρωποι που περνούν από δίπλα μου χωρίς να με βλέπουν. Όλοι είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους και το μόνο που εκπέμπουν είναι φόβο και αγωνία. Τόσο πολύ λοιπόν έχουν απομακρυνθεί από την χαρά της ύπαρξης;

Σπάνια, πολύ σπάνια, θα σταματήσει κάποιος, θα μυρίσει τα άνθη μου, θ’ απλώσει τα δάχτυλά του να με χαϊδέψει απαλά, λέγοντας μου στην χωρίς λόγια γλώσσα της Φύσης: 

-Γειά σου αδελφή μου Απιδιά, τι όμορφη που είσαι! 

-Γειά σου και σένα του απαντώ, τι γλυκό λίγωμα είναι αυτό που νιώθουμε κι οι δυό, που επικοινωνούμε! 

Ύστερα χαιρετιόμαστε και ακίνητη τον βλέπω να απομακρύνεται..

Κι έτσι μένω πάλι μόνη μου ν’ αγναντεύω από την μια τον Χορτιάτη κι απ’ την άλλη να βλέπω ανθρώπους να περνούν, ανθρώπους να διαβαίνουν…

24-3-2020 Μ.Ν.

 

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2020

Τα κερκέλια

Πόσο μ’ αρέσει να γροικώ
τσι γέρους να δηγούνται
για τσι παλαιινούς καιρούς απού ‘τανε κοπέλια
κι είχαν την φτώχεια αδερφή
την πείνα να τσι τρώει
και το πηγάιδι αδειανό, σαν τους κεντούσε η δίψα..

Μα κάτω δε το βάλανε
και σέρνοντας τ’ αλέτρι
κάναν τα όρη σώπατα, τη μαύρη γης ν’ ανθίσει
κι απόκιας πήραν το σφυρί
σπάσανε τα χαράκια
και κτίσανε το σπίτι ντως και κάνανε κοπέλια..

Κι εδά απού ‘ρθε ο καιρός
κι ο Ήλιος βασιλεύγει
τα ασημένια  τ’ Ουρανού, κτυπούνε τα κερκέλια
όχι να ζητιανέψουνε
μόνο πως ανημένουν
να τως ανοίξει ο Χάροντας, να τσι προϋπαντήσει..

Μάνος Νικολουδάκης 18-01-2020

γροικώ = ακούω
κεντούσε = έκαιγε
σώπατο = ίσωμα
απόκιας = ύστερα, μετά
χαράκια = μεγάλες πέτρες
κερκέλι =χειρολαβή πόρτας, κρίκος
ανημένουν= περιμένουν


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 14, 2020


ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ!

Έρχεται πάλι η Λαμπρή!
‘πο περαθιό προβαίρνει
και τα σκαλούνια τσ’ εκκλησάς
σιγά-σιγά ανεβαίνει.


Όταν ήμασταν κοπέλια, μας έλεγαν πως σαράντα μέρες πριν την Ανάσταση, η Λαμπρή εξεκίνα από πέρα, μακριά, πίσω από τα βουνά για να ΄ρθεί στο χωριό.
Την μεγάλη εβδομάδα μας έλεγαν:
-Θωρείτε την; Να, εδά κατεβαίνει από την Καβούσα!
Και το Μεγάλο Σάββατο, πάντα έφτανε στο Σκολειό. Της έπαιρνε όλη τη μέρα, μέχρι το βράδυ τα μεσάνυχτα για να ανεβεί τα σκαλοπάτια και να φτάσει στην πόρτα τσ’ εκκλησάς. Μόνο τοτεσάς, αρχίνιζε ο παππάς να ψάλλει το «Χριστός Ανέστη!»
Ο τόπος μας είναι οι παιδικές μας μνήμες. Κι οι παιδικές μας μνήμες –για όσους και όσες μεγαλώσαμε στο χωριό- είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μ’ αυτό. Κάθε επιστροφή μας σ’ αυτό, είναι μια επιστροφή στο μέσα μας παιδί. Κι αυτό είναι τόσο παρηγορητικό και οικείο, όσο η αγκαλιά της μάνας.
Και για τους νεότερους όμως και τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν και δεν μεγάλωσαν στο χωριό, σαν το επισκέπτονται, μια χαρά τα πλημμυρίζει. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει, έστω κι ασύνειδα, ένας αόρατος δεσμός που τα συνδέει με αυτόν τον τόπο. Καθώς περπατούν στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους και τα τσιμεντένια σοκάκια του, ένα «αγαπητικό πεδίο» αναδύεται από τη γη και τα περιτυλίγει: Είναι οι πατημασιές των γονέων και των παππούδων τους, που είναι ανεξίτηλα χαραγμένες στο χώμα και ενώνονται με τις δικές τους…
Βάλετε δα στο νου σας ένα παραπάνω: Πως είναι κι Άνοιξη! Οι λεμονιές μοσκομυρίζουνε, οι τραμιθιές έχουνε πετάξει αμάθια και τα ραδικοβλάσταρα με τα μάραθα έχουνε πάρει μπόι. Όσο για τσ’ αγκινάρες περιμένουν να ενώσουν την οιονεί στιφάδα τους με τα λιδάκια και την αψάδα τση ρακής στη μπούκα των αθρώπω.
Οι κοτσυφοί και τα ζιγαρδέλια παραβγαίνουνε σε ταχύτητα εφορμώντας μέσα από τσ’ αστιράκους κι οι μέλισσες σε ηρεμούν με το αγχολυτικό βουητό τους καθώς πετούν απ’ τον ασπάλαθο στην αγγαραθιά κι απ’ την αλαδανιά τσ’ ανθούς ντω μποστανιώ, μαζώνοντας τη γύρη.
Ο ήλιος κάνει τον αέρα να τσιτσιρίζει και η ζεστή ντου ανασαιμιά σκέπει την πλάση ενώ το πράσινο χρώμα κυριαρχεί παντού, πράμα που σε κάνει να υποπτευθείς ποιος κρύβεται από πίσω του, όπως και στο μπλε του ουρανού, κατά τον ποιητή…
Όλα τα παραπάνω, είναι θαρρώ αρκετά για να σας παρακινήσουν, να αφήσετε για λίγο τα προβλήματα και τις σκοτούρες της καθημερινότητας, της δουλειάς, καθώς και το άγχος της πόλης και να ‘ρθείτε το Πάσχα στο χωριό, να περάσουμε αξέγνοια και όμορφα!
Και που ξέρετε…Μπορεί, κάποιοι από σας, αν παραμονέψετε πίσω από τα πεύκα το Μεγάλο Σάββατο, τσ’ ώρες αυτές της χαρμολύπης, να μπορέσετε να δείτε τη Λαμπρή, φορώντας το λευκό της φόρεμα, μ’ ένα στεφάνι στα μαλλιά, ν’ ανεβαίνει τα σκαλούνια τσ’ εκκλησάς …
Για να βεβαιωθεί έτσι για άλλη μια φορά το ρηθέν, πως η ομορφιά βρίσκεται στα μάτια αυτού που την βλέπει! Κι έτσα λογιώς θα συνεχίζεται… Ίσαμε να στέκει ο απάνω κόσμος!

Μάνος Νικολουδάκης 16 Απριλίου 2019

Κυριακή, Μαρτίου 17, 2019

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ 1

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΜΝΗΜΕΣ 1
Στα χίλια εννιακόσια εξήντα εννιά. Ετών 10. Πρώτη φορά.
Φεύγει (το ρήμα εμπεριέχει πόνο) από το χωριό. Πρώτη φορά.
Χώρα. Λιμάνι. Τεράαααστιο καράβι. Πρώτη φορά.
Νύχτα. Στη μέση του πελάγου. Τα φώτα του πλοίου. Κύμα βαθύ μπλέ! Πιο κει η μαύρη άβυσσος. Πρώτη φορά!
Σαλόνι τρίτης θέσης. Τζουμπόξ. Δεμένο σ΄ ένα στύλο με αλυσίδα. Να μην το πάρει το κύμα. Πέντε φαντάροι με χακί στολές και δίκοχα. Ένας βάζει το κέρμα στη σχισμή. Πατάει τα κουμπιά. Η-10. (ήττα δέκα, πως το ‘ξερε άραγε; Περί της πρωθύστερης ήττας του δεκάχρονου ομιλώ). Πρώτη φορά.
Αρχίζει να ξεχύνεται μια μελωδία μέχρι μέσα, βαθιά στα σπλάχνα του. Άγνωστες λέξεις. Απροσκάλεστη, Επίσημη, Αγαπημένη. Πρώτη φορά. Τ’ άσπρο σου χέρι…(όχι πρώτη φορά..)
Ο φαντάρος αρχίζει να χορεύει. Αργά. Τελετουργικά. Με το κεφάλι προς τα πάνω, σε θέση «άνω σχώμεν» και τα χέρια σε έκταση σαν να ήθελε να αγκαλιάσει τον Σύμπαν-Κόσμο.. Οι άλλοι τέσσερις γονατίζουν σοβαροί και κτυπούν παλαμάκια, με την ίδια ευλάβεια που γονάτιζαν οι γυναίκες στην εκκλησία, μπροστά στα άχραντα μυστήρια. (Κάποια χρόνια αργότερα, έμαθε πως οι φαντάροι αυτοί, είχαν αποδράσει από ένα πίνακα του Τσαρούχη…)
Κι η μουσική; Είναι τόσο απαλή. Έχει μια μελαγχολία. Μια λέξη που δεν ήξερε. Μα την ένιωσε. Πρώτη φορά…(που να ξέρει πως στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα την ένιωθε πλειστάκις..)

Υ.Γ.1 Επίσημη αγαπημένη. Στίχοι: Ελένη Λιάκου Μουσική, τραγούδι: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Υ.Γ.2 Ακούστε το τραγούδι σε λούπα, τουλάχιστον τρεις φορές, συνεχόμενα. Ίσως τότε,  αν αφεθείτε, σας συνεπάρει τόσο, που αυτό το «οοοο!!!» από την λέξη αληθινό, όπως την τραγουδά ο Σερ,  σας μεταφέρει στην αθωότητα του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος, μετά από καιρό… για Πρώτη φορά…
9-3-2019 

Ο Ρόλος


     Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, παραπάτησε κι αυτό τον ανάγκασε να πετάξει κάτω τη μάσκα που φορούσε και να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη της Γνώσης, για πρώτη φορά, κατάματα…
     Αυτό που είδε ήταν ένα κενό που χοχλακούσε, ένα τίποτα που εμπεριείχε τα πάντα. Οι προσπάθειες που είχε κάνει, χιλιάδες χρόνια για να δει, δεν τον ωφέλησαν. Αφέθηκε για μια στιγμή κι αυτό ήταν αρκετό για να δει πως δεν ήταν ένα μοναχικό κύμα αλλά ο ίδιος ο ωκεανός του δημιουργικού Τώρα.
     Άμαθος όπως ήταν στην Αγάπη, δεν υπολόγισε τον μεγαλύτερο εχθρό του: Το Εγώ του, που φοβούμενο τον εξοστρακισμό του, άρχισε να τον βομβαρδίζει με το παρελθόν κι αυτό ως γνωστόν γεννά όλους τους φόβους.
     Έτσι τρομοκρατημένος, έσκυψε, πήρε την μάσκα από κάτω, την φόρεσε, κοίταξε τον καθρέφτη, ο γνωστός κόσμος φανερώθηκε πάλι μπροστά του, η σιγουριά του εφήμερου τον καθησύχασε.
     Έκανε γρήγορα στροφή, άνοιξε την πόρτα και βγήκε πάλι στη σκηνή του ψεύτη κόσμου τούτου, να παίξει τον ρόλο που του άρεζε να παίζει από πάντα. Μόνο που τώρα δεν ήταν όπως πριν. Γνώριζε πια.
     Μια στιγμή σατόρι που του χαρίστηκε, του έμαθε πως αυτό που αποκαλούσε «ζωή του», δεν ήταν παρά ένας ρόλος που έπαιζε...Είδε την τραγωδία του ανθρώπου και για πρώτη φορά γέλασε μέσα από τα βάθη της ύπαρξης…

9-3-2019

Free Blog Counter